ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

"Εγώ την Εκκλησία την θέλω..."

 


Εισαγωγή του blog μας: Κι εγώ "την Εκκλησία την θέλω" έτσι ή γιουβέτσι. Ασκώ κριτική στους λειτουργούς της, ιδίως τους επισκόπους, και έχω επιθυμίες (ας μην πω απαιτήσεις), για τις οποίες λαχταρά η ψυχή μου και δεν τις βλέπω στον ορίζοντα. Ίσως είμαι εμπαθής. Πάντως ανεβάζω αυτό το αρθράκι ενός εξαιρετικού ιερέα, γιατί επισημαίνει κάποια σημαντικά στοιχεία, άσχετα αν κάποιοι συμφωνούν σε όλα ή διαφωνούν στα σημεία. Ας μας προβληματίσει.


«Εγώ την Εκκλησία την θέλω…». Πόσες φορές δεν ακούμε τη φράση αυτή, ειπωμένη συνήθως από ανθρώπους που έχουν μηδαμινή ή εντελώς περιθωριακή σχέση με την Εκκλησία; Αφενός δεν γνωρίζουν τι είναι γενικώς η Εκκλησία και αφετέρου δεν θέλουν ν’  αποδεχθούν το γεγονός ότι η Εκκλησία έχει και την ανθρώπινη διάστασή της, που σημαίνει ότι υπάρχουν ως μέλη της κληρικοί και λαϊκοί, που μπορεί να μη στέκονται στο ύψος του χαρίσματος του λαού του Θεού και συνεπώς να προκαλούν σκάνδαλα, επιβεβαιώνοντας αυτό που λέει ο λόγος του Θεού: «δι’ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοις έθνεσιν». Το περίεργο και το παράδοξο είναι ότι λέγεται η φράση από χριστιανούς, βαπτισμένους και χρισμένους, που, όπως είπαμε όμως, έχουν εντελώς τυπική σχέση με την Εκκλησία.

Η φράση, όπως λέγεται, αποκαλύπτει μία μετάθεση του κέντρου βάρους της χριστιανικής συνείδησης αυτού που την εκφράζει. Αντί δηλαδή ο συγκεκριμένος χριστιανός να ζει και να κινείται ως μέλος ενός σώματος, του σώματος του Χριστού, που είναι η Εκκλησία, άρα να υπόκειται ο ίδιος στο σώμα και να υποτάσσεται στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας, με πρόσβλεψη στον Ιησού Χριστό, την κεφαλή αυτής, και τους αγίους, με πρώτη την Παναγία, τα εξαίρετα μέλη της, αυτός αντιθέτως, ως να είναι υπερκείμενός της και συνεπώς κριτής της, ζητά να την «κανονίσει». Και συνήθως με τη φράση αυτή τι ζητά; Όπως πάμπολλες φορές, και προσωπικά, έχουμε ακούσει: «Να μην έχει πολύ κόσμο, όταν πάει στο ναό», - το ναό συνήθως εννοεί ως Εκκλησία, «να μη φορούν πολυτελή άμφια οι παπάδες και οι δεσποτάδες», - οι κληρικοί γι’  αυτόν συνιστούν την Εκκλησία, «να καλύψει η Εκκλησία το οικονομικό έλλειμμα της πατρίδας», - το κοινωνικό έργο και η φιλανθρωπία είναι η μόνη κατ’  αυτόν αποστολή της Εκκλησίας, κι ακόμη περισσότερο: ζει με τον μύθο της άπειρης περιουσίας της, την οποία  νέμονται οι παπάδες και δεν την προσφέρουν στον κόσμο.
 
Χωρίς καμμία διάθεση ωραιοποίησης του τι συμβαίνει συχνά στην Εκκλησία – μόλις παραπάνω αναφέραμε ότι η Εκκλησία έχει και την ανθρώπινη διάστασή της, με ό,τι αρνητικό αυτό επισύρει: και δεσποτάδες και παπάδες υπάρχουν που δεν είναι σωστά μέλη της, και ατασθαλίες μπορεί να υφίστανται κ.λπ. – πρέπει να σημειώνουμε κάθε φορά τα αυτονόητα: 

(1) Ότι η Εκκλησία δεν είναι οι κληρικοί. Οι κληρικοί αποτελούν και αυτοί μέλη της Εκκλησίας, όπως άλλωστε και οι λαϊκοί, που σημαίνει ότι μπορεί να στέκουν στην πίστη ή να εκπίπτουν από αυτήν. Η Εκκλησία αποτελεί το ζωντανό σώμα του Χριστού, με κεφαλή τον ΄Ιδιο, η αγιότητά της άρα οφείλεται σ’  Εκείνον και όχι σε κάποια από τα μέλη της, και κατά συνέπεια στον Χριστό πιστεύουμε και όχι σε ανθρώπους, έστω και παπάδες. Η μετατόπιση της προσοχής στους κληρικούς, σαν να εξαρτάται η πίστη από αυτούς, αν δεν φανερώνει παχυλή άγνοια, αποκαλύπτει την «πονηρία» ορισμένων, που θέλουν στην πραγματικότητα να δικαιολογήσουν τη δική τους έλλειψη στην πίστη και στο χριστιανικό βίωμα. Συνιστά δηλαδή ένα άλλοθι, για να εφησυχάζουν την ένοχη συνείδησή τους και τη χαλαρότητα του τρόπου της ζωής τους.

(2) Ότι ο ναός δεν είναι η Εκκλησία. Ονομάζουμε κατ’  επέκταση Εκκλησία και το ναό, το κτίσμα, γιατί εκεί συναθροίζεται ο λαός του Θεού – αυτός ως σώμα Χριστού αποτελεί τον αληθινό ναό του Θεού (π.χ. «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε ζώντος;» (απ. Παύλος) – επειδή διευκολύνεται στην προσευχή και την τέλεση των μυστηρίων και των ακολουθιών. Ως τόπος συνάθροισης λοιπόν του λαού του Θεού δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση να μην υπάρχει κανείς άλλος μέσα σ’  αυτόν, πλην…ημών! Η απαίτηση, ή, έστω, και η απλή επιθυμία για κάτι τέτοιο, φανερώνει ότι δεν νιώθουμε συνδεδεμένοι με τους άλλους πιστούς, συνεπώς επιλέγουμε μία ατομική θρησκευτικότητα – εγώ με τον Θεό μου – καταστρατηγώντας στην πράξη αυτό που είναι η Εκκλησία και ίδρυσε ο Χριστός. Από την άποψη αυτή αποδεικνύουμε ότι πόρρω απέχουμε από τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας και το ΄Αγιον Πνεύμα Του, αφού δεν ζούμε την αγάπη, που συνιστά τη μοναδική και αποκλειστική προϋπόθεση συντονισμού μας με Εκείνον.

(3) Ότι η Εκκλησία δεν έχει αμύθητα πλούτη. Όπως και σ’ αυτό το σημείο επανειλημμένως έχει τονιστεί και έχει ιστορικά επιβεβαιωθεί, ό,τι περιουσία έχει απομείνει στην Εκκλησία από τα 4/5 (τέσσερα πέμπτα) που διήρπαξε το κράτος των Βαυαρών μετά την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον ζυγό των Τούρκων ["Ν": και όχι μόνο], είναι τέτοια, που το μεγαλύτερο τμήμα της είναι κι αυτό δεσμευμένο και μη αξιοποιήσιμο, ενώ το ελάχιστο εναπομείναν είναι προς κάλυψη των φιλανθρωπικών και λοιπών ιδρυμάτων της. Όπως προσφυώς έχει ειπωθεί από κατεξοχήν γνώστη της πραγματικότητας «η περιουσία που έχει η Εκκλησία, είναι σαν οικόπεδα που έχει κανείς μέσα στη θάλασσα!». Εκείνοι που επιμένουν, μετά από τόσα που έχουν δημοσιευθεί για το θέμα αυτό, απλώς τα λένε, πετώντας «πυροτεχνήματα» προς εντυπωσιασμό, συνεπώς κινούνται εκ του πονηρού. 

Κι από την άλλη, θα πρέπει κάποτε να κατανοηθεί και η αλήθεια ότι το κύριο έργο της Εκκλησίας δεν είναι το φιλανθρωπικό και κοινωνικό, αλλά η σύνδεση του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει τον κόσμο, από την αμαρτία, από τον διάβολο, από τον θάνατο, και όχι να δώσει απλώς στους ανθρώπους ψωμί. Μία τέτοια αντίληψη αντιμετωπίσθηκε ήδη από Εκείνον ως πειρασμός και ξεπεράστηκε, ενώ στις περιπτώσεις των θαυμάτων Του με τον πολλαπλασιασμό των άρτων, εξέφρασε την απογοήτευσή Του για την ποιότητα της ακολουθίας Του από τον πολύ κόσμο: Τον ακολουθούσαν γιατί τους χόρτασε με ψωμί κι όχι για να ακούσουν τον λόγο Του. Το άτοπο μίας τέτοιας διαστρέβλωσης της αποστολής της Εκκλησίας – ότι βρίσκεται στον κόσμο για να επιτελεί φιλανθρωπίες – φαίνεται από την απλή θέση του ερωτήματος: 
«Αν δηλαδή ένα κράτος έχει σπουδαία πολιτική κοινωνικής πρόνοιας, αν υφίσταται πράγματι αυτό που λέμε κράτος πρόνοιας, άρα εκεί η Εκκλησία είναι κάτι το περιττό και απόβλητο; ΄Η, στην καλύτερη περίπτωση, υπάρχει εκεί σαν ένα είδος φολκλόρ;». 
Η Εκκλησία λοιπόν βεβαίως επιτελεί κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο και δεν θα παύσει ποτέ να το επιτελεί. Αλλά ως συνέχεια και επέκταση της καθαυτό αποστολής της: της ένωσης του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό. ΄Ο,τι έκανε με άλλα λόγια ο Χριστός, αυτό συνεχίζει ο ΄Ιδιος αδιάκοπα να κάνει με άλλον τρόπο, μέσω πια της Εκκλησίας.  

Να το πούμε λοιπόν μ’ έναν λόγο: το «εγώ την Εκκλησία την θέλω…» λέγεται από έναν που έχει μειωμένη αίσθηση χριστιανικής αυτοσυνειδησίας και που μάλλον έχει φτιάξει μία δική του «θρησκεία» για να βολεύει προφανώς τα πάθη και τις αδυναμίες του.

1 σχόλιο:

Evi Voulgaraki είπε...

Αυτά που περιγράφονται στο άρθρο είναι γεγονός αναντίρρητο. Ωστόσο, χωρίς προπέτεια, χωρίς βεβαιότητες, η έκφραση ενός οράματος για την Εκκλησία είναι και στοιχείο ενός υγιούς θεολογικού λόγου και στοχασμού. Είναι συνειδητό στοιχείο συμμετοχής στο σώμα του Χριστού. Εκτός αν, που δεν νομίζω ειλικρινά ότι προς τα εκεί το πάει ο αρθρογράφος, θέλουμε μια εκκλησιολογία λαλίστατων ποιμένων και σιωπηλών προβάτων ποιμενομένων. Νομίζω ότι εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος μιας τέτοιας παρανόησης. Ίσως, πέρα από την ορθότατη κριτική στην ευκολία του ομιλείν, πρέπει να μένουμε περισσότερο στην ουσία των λεγομένων. Ακόμα και από κριτικές ή προτάσεις που δεν είναι και πολύ σωστά διατυπωμένες ή σταθμισμένες, αν τις αφουγκραστεί κανείς προσεκτικά θα έχει κέρδος. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία θα πρέπει να ικανοποιεί ποικίλλα γούστα, πόσο μάλλον όλα τα γούστα, αλλά καθώς ο κόσμος πάντα θα μιλάει, νομίζω σωστότερο η επί της ουσίας αντιμετώπιση των λεγομένων. Αν λέμε στον άλλο, έστω τον άσχετο, "ποιος είσαι εσύ για να μιλάς;", ίσως θα έπρεπε όλοι να βυθιστούμε στη σιωπή, γιατί κι εμείς, ποιοι είμαστε στα μάτια του Θεού;