ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Λόγοι σοφίας & αγάπης, από καρδιάς (3)


ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Από το βιβλίο του «Άνθρωπος Μεθόριος», εκδ. Εν πλώ, 2005.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ: (Α), (Β).


Η αγκαλιά της Εκκλησίας

Ο Θεός δεν γνωρίζεται με γνωστικές μεθόδους. Δεν είναι μαθητική εξίσωση που προσφέρεται προς επίλυση. Ο Θεός είναι όντως μυστήριο που αποκαλύπτεται στις καρδιές ανθρώπων και οι άνθρωποι Τον πλησιάζουμε με αύτη τη βαθύτερη εσωτερική διεργασία, της οποίας το τελικό αποτέλεσμα είναι να μας κάνει ανοιχτούς μπροστά στη χάρι και την ευλογία Του.
Οι άνθρωποι σήμερα είμαστε πνιγμένοι από τα προβλήματα αυτής της ζωής. Αρρωσταίνει το παιδί μας, δεν πάνε καλά οι δουλειές μας, δυσκολευόμαστε να παντρευτούμε ή να αποκτήσουμε ένα παιδί, ή παντρευόμαστε και μετά συμβαίνει ένα ατύχημα που δημιουργεί τεράστια προβλήματα στη συνέχιση πλέον της κοινής μας ζωής
· άλλοτε πάλι μας απασχολούν οι σχέσεις μας με τα παιδιά μας ή με τους γονείς μας, ή το τι θα σπουδάσουμε, το αν, πού και πότε θα βρούμε μια δουλειά· ανησυχούμε για τα παιδιά μας ή τα αδέλφια μας που εμφανίζουν μια περίεργη συμπεριφορά ερχόμαστε αντιμέτωποι με ψυχικές αρρώστιες - όλα αυτά αποτελούν βασικά καθημερινά προβλήματα που τα πολλαπλασιάζει ο τρόπος της ζωής και η ατμόσφαιρα σύγχρονης κοινωνικής αντίληψης. Τέτοιου είδους σχήματα μας κάνουν να νομίζουμε ότι ο Θεός είναι απών. Κι αυτό, διότι πιστεύουμε σε ένα Θεό-υπηρέτη των καθημερινών μας αναγκών: αρρωσταίνουμε και Του ζητάμε να μας κάνει καλά ή φοβόμαστε τις εξετάσεις μας στο πανεπιστήμιο και θέλουμε να μας βοηθήσει να πετύχουμε. Όμως είναι αναγκαίο να καταλάβουμε ότι αυτός ο ανθρωπόμορφος Θεός που έχουμε κατασκευάσει, και που θυμίζει αρκετά τις ανθρώπινες αδυναμίες αρχαιοελληνικών θεών, δεν υπάρχει.
 

Είμαστε όλοι, λίγο ή πολύ, τραυματισμένοι άνθρωποι. Έχει ένα δάκρυ μέσα της η ζωή μας, ένα κλάμα ή μια απορία ή μια αγωνία, μια ανησυχία που πολλαπλασιάζεται από την ίδια μας τη ζωή. Θέλουμε λοιπόν αυτά τα θέματα κάπου να τα ακουμπήσουμε. Κάποιοι βρίσκουν τη διέξοδο των ψυχολόγων, των ψυχιάτρων, των οικογενειακών συμβούλων ή, αν δεν θέλουν να πάνε εκεί, κάποιων φίλων τους που τους εμπιστεύονται. Στον τόπο μας όμως, παρά την πολεμική που γίνεται ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων πιστεύεται ακόμα την Εκκλησία. Την νιώθει μητέρα του και θέλει να Την πλησιάσει, να εκκλησιοποιήσει κάπως το πρόβλημά του και να της το εμπιστευθεί.
Ο κόσμος λοιπόν, πλησιάζει την Εκκλησία θέλοντας να λύσει τα προβλήματα της ζωής. Όμως αυτά φανερώνουν συχνά την κατάσταση της ψυχής. Η Εκκλησία αγκαλιάζει με πολλή κατανόηση τα άμεσα και καθημερινά προβλήματα, αλλά, επειδή θέλει να βοηθήσει ουσιαστικά τον άνθρωπο, του δίνει ταυτόχρονα και τη δυνατότητα να αντικρίσει τον εσωτερικό του χώρο, να δει την πνευματική προοπτική του και να αντιληφθεί τις ανάγκες της ψυχής του. Ένα πρόβλημα που κάποιον μπορεί να τον συνθλίβει, για κάποιον άλλο μπορεί να λειτουργεί ως ευλογία. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό να το καταλάβουμε, όχι για να αλλάξουμε συμπεριφορά, άλλα για να αλλάξουμε φρόνημα, να αποκτήσουμε δηλαδή βαθύτερη αντίληψη των πραγμάτων.
Έλεγε κάποτε ο πατήρ Παΐσιος το εξής: «Κάθε φορά που χτυπάει η πόρτα μου, σφίγγεται η ψυχή μου. Το ένα τρίτο των προβλημάτων που κουβαλούν οι άνθρωποι είναι τα διαζύγια, το άλλο είναι καρκίνοι ή αρρώστιες και το τρίτο είναι τα ψυχολογικά». Και σ' όλους αυτούς τους ανθρώπους τι μπορεί κανείς να πει; Ίσως χρειάζεται να καταλάβουμε ότι η δύναμη της Εκκλησίας δεν είναι μόνο ο λόγος της, αλλά και -κυρίως- η προσευχή Της.

 
 

Ήρθε κάποτε να με επισκεφθεί ένας παλιός μου συμφοιτητής και φεύγοντας μου είπε: «Άκου να σου πω, εσύ έγινες παπάς, εγώ παντρεύτηκα· έχω του κόσμου τα προβλήματα· δεν έχω χρόνο να προσεύχομαι. Θα προσεύχεσαι εσύ για μένα». Τι ωραίο πράγμα είναι το να μπορεί κανείς να στηρίζει τη ζωή του στην προσευχή της Εκκλησίας! Είτε στη λειτουργική Της προσευχή, στις ακολουθίες, είτε στην προσευχή κάποιων ανθρώπων που μπορούν να προσεύχονται στο κελλάκι τους. Έχω βρει στον τόπο της διακονίας μου κάποιες γριούλες και κάποιους γέροντες, στων οποίων την καρδιά ανακάλυψα το θησαυρό της χάριτος του Θεού· κι έτσι, όταν κάποιοι άλλοι άνθρωποι μου εμπιστεύονται μεγάλα προβλήματα τους, σε αυτούς απευθύνομαι. Ζητώ την συμπαράστασή τους. Πιστεύω πιο πολύ στη δική τους προσευχή, παρά στη δική μου. Μακάρι να είχαμε κοντά μας και άλλα μοναστηράκια, ανθρώπους δηλαδή που πραγματικά βομβαρδίζουν με τις προσευχές τους το θρόνο του Θεού και καλύπτουν το δικό μας αγώνα με τη δύναμη των δικών τους προσευχών. Μια ποιμαντική προσευχής είναι πολύ ανώτερη από μια ποιμαντική λόγου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν χρειάζεται και ο λόγος – «καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν».
Πάντως, μέσα στην Εκκλησία τα πάντα είναι κοινά: κοινά τα προβλήματά μας, κοινές οι αρετές μας, κοινές οι αμαρτίες μας, κοινοί οι αγώνες μας. Μ' αυτό το φρόνημα ζούμε μέσα στην Εκκλησία ένα πρόβλημά μας. Σήμερα έχασα εγώ το παιδί μου, αύριο κάποιος άλλος αντιμετωπίζει μια δυσκολία στη δουλειά του, κι έτσι όλοι μαζί περνάμε μέσα απ' τα πρόβλημα και αφήνουμε το Θεό να μας δώσει τη λύση του. Μπορεί να μας τη δώσει μέσα από μια σκέψη, μέσα από τα παιδιά μας, μέσα από έναν άνθρωπο που δεν είναι «της Εκκλησίας», μέσα από μια εσωτερική νεύση, από ένα ανάγνωσμα. Κι ακόμη πρέπει να λησμονούμε ότι ο Θεός φωτίζει και τον πνευματικό μας πατέρα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν στηριζόμαστε περισσότερο στο δικό του φωτισμό, παρά στο δικό μας.

Πρέπει βέβαια, ο πνευματικός να είναι όντως «πνευματικός», να είναι πατέρας, να είναι ιερέας, να μπορεί να λειτουργεί, να προσεύχεται, να ξέρει να ακουμπάει στο Θεό και να μην είναι ένας απλός κοινωνικός εργάτης που κάνει ένα «θρησκευτικό χόμπι». Ο πνευματικός δεν είναι σύμβουλος που δίνει συμβουλές· δεν είναι δάσκαλος που διδάσκει, ούτε εισαγγελέας που ελέγχει. Ο πνευματικός είναι πατέρας που αγκαλιάζει, φίλος που ελευθερώνει, αδελφός που συγχωρεί, είναι μυσταγωγός που ιερουργεί το μυστήριο της ψυχής. Δεν είναι αυτός που ξέρει· είναι αυτός που αγαπά το Θεό ως πατέρα του και τον κάθε άνθρωπο ως παιδί του Θεού. Ο πνευματικός έχει τη χάρι της ιεροσύνης, αρκεί να την κρατάει ζεστή και ενεργό μέσα του. Αν έτσι τη διατηρεί, τότε ο Θεός δίνει πολλά και με πολλούς τρόπους. Εμείς οι ιερείς είμαστε υπηρέτες, διάκονοι. Τίποτα άλλο. Μόλις το καταλάβουμε, γινόμαστε τα χαλιά, πάνω στα οποία πατάει ο Θεός.
Γινόμαστε τα ποδόμακτρα που πατάει ο λαός Θεού -αυτά τα χαλάκια που είναι έξω από την πόρτα- και μαζεύουμε τις λάσπες για να μπαίνει ο κόσμος καθαρός. Αυτή είναι η διακονία μας. Και είναι υπέροχο όταν αυτό το καταλαβαίνει κανείς και δεν προσπαθεί να κάνει κάτι παραπάνω - εκτός βέβαια αν ο Θεός φωτίσει, οπότε, επειδή Αυτός ενεργεί, μας κάνει κι εμάς να ενεργούμε κατά Θεόν.
 

Η ψυχή είναι τόσο ιερή! Την πλησιάζει ο πνευματικός όπως τον άγιο Άρτο την ώρα που λέει «πρόσχωμεν τα άγια τοις αγίοις» [«Ν»: κατά την τέλεση της θείας Μετάληψης, μέσα στη λειτουργία]. Και με τα δύο δάχτυλα, δηλαδή με τις κατά το δυνατόν λιγότερες κινήσεις, Τον υψώνει, Τον προσφέρει στο Θεό και Τον κατεβάζει. Το ίδιο κάνει και με την ψυχή. Δεν παρεμβαίνει άτσαλα διαλύοντας και συντρίβοντάς την, αλλά απλά την αγγίζει. Αποδίδει το σεβασμό που της ανήκει -αφού είναι εικόνα του Θεού- και την επανατοποθετεί στο δισκάριο της ελευθερίας και του ελέους του Θεού. Όπως στη Θεία Ευχαριστία, έτσι κι εδώ, ο ιερέας καλείται να κάνει τη μεταβολή: Παίρνει τον άνθρωπο τον τεθραυσμένο, τον κομματιασμένο από την αμαρτία, το συντετριμμένο από τις δοκιμασίες, και τον εκθέτει στη χάρι του Θεού· και αυτή τον μεταμορφώνει. Αυτή είναι ή ιερουργία της ανθρώπινης ψυχής.
Είπαμε παραπάνω πως μέσα στην Εκκλησία τα πάντα είναι κοινά. Μέσα σ' αυτό το πνεύμα κατανοούνται και οι σχέσεις μας με τους αγίους, «οι πρεσβείες των αγίων». Η αίτηση της πρεσβείας των αγίων μας φέρνει κοντά τους. Δεν είναι κάτι το εντελώς τεχνικό: ζητάμε από τους αγίους να πρεσβεύουν - πηγαίνουν αυτοί και πρεσβεύουν - ο Θεός πραγματοποιεί το αίτημά μας. Δεν λειτουργεί έτσι ο Θεός. Ο Θεός δεν λειτουργεί με τα αιτήματα των αγίων, άλλα με τις σχέσεις τους μαζί μας.
Επειδή θέλουμε η σωτηρία μας να μην είναι μόνο δικό μας «επίτευγμα», να μην είναι κάτι που εμείς μόνοι μας, με τις ασθενείς μας δυνάμεις θα προσπαθούμε να κάνουμε, προσευχόμαστε ως εξής: «Άγιοι του Θεού πρεσβεύσατε υπέρ ημών». Θέλουμε σ' αυτό τον αγώνα μας να είστε κι εσείς συναγωνιστές
· μερίδιο στην επιτυχή έκβαση του να έχετε κι εσείς, ως οι μεγάλοι μας αδελφοί, οι προστάτες μας. Ποθούμε να είμαστε όλοι κοινωνοί του έργου της Εκκλησίας, που γίνεται στη δική μας ζωή. Κι εσείς έχετε παρρησία ενώπιον του Θεού. Εσείς Τον ευαρεστήσατε. Γι' αυτό εσείς να προηγείστε κι εμείς να ακολουθούμε. Αυτή είναι η συνείδηση της Εκκλησίας.
Τι πιο ωραίο πράγμα, λοιπόν, από το να κοινωνούμε μαζί με τους αγίους την ανάγκη και τον πόθο της σωτηρίας μας! Τι πιο ωραίο από το να μην είναι η σωτηρία μας κατόρθωμα του καθενός χωριστά, άλλα δώρο ενός κοινού αγώνα! Τι πιο ευλογημένο από το να βλέπει και ο Θεός αύτη την κοινή πορεία! Να μη βλέπει τον καθένα μόνο του να αγωνίζεται, να πέφτει, να λιώνει, αλλά ολόκληρη την Εκκλησία, στρατευόμενη και θριαμβεύουσα, να εγείρεται στο πλευρό του! Να ζητά ο πιστός την ευχή του πνευματικού του, της μάνας του, των φίλων που τον αγαπούν, των αγίων που είναι ζωντανοί και έχουν παρρησία ενώπιον του Θεού! Η σκέψη αυτή είναι συγκλονιστική. Και δεν είναι μια πολύ όμορφη ιδέα, που την κάνει ένας μη ορθολογιστής
· είναι κίνηση με αντίκρισμα.
Επιπλέον, ο κάθε αγωνιζόμενος πιστός δεν έχει μόνο τους αγίους στο πλευρό του, έχει και το φύλακα άγγελό του. Όχι την αφηρημένη αίσθηση του αγγέλου, αλλά την πίστη και την εμπειρία ότι στο πλευρό του έχει τον άγγελό του και σηκώνει κι αυτός το βάρος του πνευματικού αγώνα.
Κι ακόμα, έχουμε τον προστάτη άγιό μας. Έχουμε τους αγίους του ναού στον οποίο διακονούμε [=υπηρετούμε], ή της ενορίας στην οποία προσευχόμαστε. Έχουμε τους αγίους που ευλαβούμαστε επειδή πήγαμε και ζήσαμε μια κατάσταση στα προσκυνήματά τους: τον άγιο Νεκτάριο ή τον άγιο Ραφαήλ ή κάποιον άλλο άγιο. Έχουμε αυτούς, των οποίων το βίο διαβάσαμε και συγκλονίστηκε η ψυχή μας. Έχουμε την ευχή των πνευματικών μας.
Όλοι αγωνιζόμαστε μαζί. Αυτή είναι ή αίσθηση του εκκλησιοποιημένου αγώνα μας: ότι ο αγώνας μας γίνεται εν τη Εκκλησία και με την Εκκλησία. Έτσι αντλούμε δυνάμεις και ο Θεός, βλέποντας αυτή την κοινωνία των πιστών και αγίων μέσα στην Εκκλησία, παραβιάζει το νόμους Του, ανατρέπει τα φαινόμενα σχέδιά Του και συγκινείται περισσότερο από τον κοινό αγώνα, παρά από το οποιοδήποτε αίτημά μας.
Οι άγιοι δεν πρεσβεύουν μόνο στις δυσκολίες μας, άλλα και στις επιτυχίες μας. Όπως μοιραζόμαστε τη δοκιμασία, μοιραζόμαστε και το δώρο. Κι έτσι δεν προκύπτει έπαρση, αλλά γεννιέται γλυκιά ταπείνωση.
Όλα αυτά επιβεβαιώνονται από την εμπειρία της Εκκλησίας. Δεν είναι μια ψιλή διδασκαλία, αλλά μια ζωντανή εμπειρία. Η Εκκλησία ζει την αποτελεσματικότητα των πρεσβειών των αγίων, ζει τη συνέπεια με την οποία οι άγιοι, όταν εμείς εναποθέτουμε στη δική τους παρρησία το δικό μας αγώνα και τη σωτηρία μας, προωθούν στο θρόνο του Θεού το αίτημα μας κι Εκείνος ανταποκρίνεται.


Οι άγιοι δεν πεθαίνουν, δεν σταματούν. Παρεμβαίνουν στη ζωή μας και την παρακολουθούν. Αυτός είναι ό λόγος που τους αποκαλούμε παγκόσμιους. Είναι αιώνιοι
· δεν περιορίζονται από το χρόνο, ούτε από τον τόπο, ούτε από το άτομό τους. Το δώρο τους αγκαλιάζει ολόκληρη την Εκκλησία κι εμάς. Γι' αυτό και ζητούμε από το Θεό να μας ελεήσει με τις πρεσβείες τους.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ένα παράδειγμα από τη Βίβλο του αββά Βαρσανουφίου. Ρωτούν κάποιοι τον Άγιο, «πώς δεν ξεσπάει η οργή του Θεού, αφού ζούμε με αυτό τον άθλιο και διεστραμμένο τρόπο;». Κι αυτός τότε τους αποκαλύπτει ένα εντυπωσιακό γεγονός
· τους λέει ότι στο θρόνο του Θεού συναντώνται οι προσευχές τριών αγίων: Κάποιου από τα Ιεροσόλυμα -κατά πάσα πιθανότητα είναι ο ίδιος- ενός Ηλία από την Κόρινθο και ενός Ιωάννη από τη Ρώμη. Γνώριζε δηλαδή ο Άγιος την προέλευση των προσευχών που έβλεπε να συναντώνται ενώπιον του Θεού, με αποτέλεσμα ο Θεός να βάζει «την ρομφαία εις τον κολεόν», το σπαθί στη θήκη. Είναι μια μεταφορική εικόνα, που καταδεικνύει την αποτελεσματικότητα που έχουν οι προσευχές των αγίων, τόσο των ζώντων, όπως το παραπάνω παράδειγμα, όσο και αυτών που τώρα ανήκουν στη θριαμβεύουσα Εκκλησία και την κληρονομία των οποίων εμείς θέλουμε να αξιοποιήσουμε.

Σταυροαναστάσιμη έξοδος στον πόνο
Κλικ εδώ
Μέσα από την κοινότητα των πάντων στο χώρο της Εκκλησίας κατανοείται και το «θαύμα». Μέσα από την ίδια προοπτική πού είδαμε παραπάνω. Το θαύμα είναι καλό όχι γιατί θεραπεύει έναν, άλλα γιατί φανερώνει το Θεό σε όλους. Ας το δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά. Στην καθημερινή διάλεκτο η λέξη «θαύμα» σημαίνει κάτι συγκλονιστικό, που καταργεί τους νόμους της φύσης, ανατρέπει τη λογική μέσα στην οποία ζούμε και μας επιβάλλεται με έναν εντελώς εντυπωσιακό τρόπο. Δεν έχουμε δει, επί παραδείγματι, ένα νεκρό να ανασταίνεται, γι' αυτό και κάτι τέτοιο είναι ένα θαύμα για το μυαλό μας. Ή έχουμε ένα βαριά άρρωστο, που οι γιατροί μας λένε ότι δεν έχει ελπίδες, και ονομάζουμε θαύμα το γεγονός ότι τελικά θεραπεύεται.
Ή έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα ανυπέρβλητο οικονομικό πρόβλημα και κάτι συμβαίνει, με ένα εντελώς απροσδόκητο και ανερμήνευτο τρόπο, και το ξεπερνούμε. Όλα αυτά τα ονομάζουμε θαύμα. Ένας άλλος όμως όρος, αγιογραφικός, μοιάζει να είναι για την συνείδηση της Εκκλησίας πιο κατάλληλος, πιο εκφραστικός, από τον όρο «θαύμα». Είναι η λέξη «σημείο». Το σημείο δεν είναι κάτι πού βολεύει τη ζωή μας, αλλά κάτι που φανερώνει το Θεό. Είμαι άρρωστος και γίνομαι καλά. Αυτή η θεραπεία, που είναι τόσο ανθρώπινη, αποτελεί το «λίγο»του θαύματος
· το «πολύ», είναι το σημείο, το ότι δηλαδή φανερώνεται ο Θεός.


Είμαι εγώ άρρωστος και είναι άρρωστος και κάποιος άλλος συνάνθρωπός μου. Ξαφνικά, γίνεται καλά εκείνος με ένα θαυματουργικό τρόπο. Έχω άραγε μέσα μου χαρά; Μπορώ να δοξολογήσω το Θεό, πρώτον, επειδή φανερώθηκε στη ζωή του συνανθρώπου μου, και δεύτερον, επειδή θεραπεύτηκε, ή μήπως μου μένει η λύπη που το γεγονός δεν συνέβη σε μένα; Το σημαντικό όμως είναι η φανέρωση του Θεού στη ζωή μας, όχι η θεραπεία καθ' αυτήν. Ποιος από μας θα μπορούσε να πει: «Καλύτερα να είμαι άρρωστος, με ζωντανή την εμπειρία της παρουσίας του Θεού στον αδελφό μου, παρά να γίνω καλά και να μην καταλάβω τίποτε»;
Σημείο λοιπόν, είναι αυτό που επιβεβαιώνει το Θεό. Λέει κάπου ο Κύριος, «η γενεά αύτη σημείον επιζητεί και σημείων ου δοθήσεται αυτή, ειμή το σημείον Ιωνά του προφήτου». Με άλλα λόγια, ο κόσμος ζητάει ένα σημείο, άλλα δεν θα του δοθεί το σημείο που ζητάει, αλλά το σημείο που ο Θεός θα δώσει, το σημείο της Αναστάσεώς Του. Εμείς ζητούμε από τους αγίους να μας στηρίζουν και να μας θεραπεύουν κι ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν είναι κακό. Ίσως όμως αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη η ψυχή μας να μην είναι το ενδεχόμενο «ξεγέλασμα» ενός θαύματος, που μας θεραπεύει και μετά μας αφήνει να ξεχνούμε το Θεό, άλλα η εμπειρία της παρουσίας Του. Αυτή η εμπειρία είναι το σημείο.
Το θαύμα λοιπόν, είναι καλό όχι γιατί θεραπεύει έναν, αλλά γιατί φανερώνει το Θεό σε όλους. Διαφορετικά, αν το θαύμα ήταν μόνο μια «εύνοια» του Θεού σε κάποιον, θα ήταν αδικία. Δεν μπορεί ο Θεός κάποιους να θεραπεύει και στους υπόλοιπους να κωφεύει. Όταν όμως κάτι θαυματουργικό συμβαίνει, έστω σε έναν, το γεγονός της φανερώσεως του Θεού που είναι μεθεκτό από όλους, καθιστά το θαύμα και δική μας προσωπική εμπειρία! Το σημαντικό δεν είναι το θαύμα ως θεραπεία, αφού σύντομα ο θάνατος αναιρεί κάθε ευεργετικό αποτέλεσμα, άλλα η φανέρωση του Θεού. Τραγικό δεν είναι να φύγουμε από αυτό τον κόσμο δίχως θαύμα, αλλά να φύγουμε δίχως σημείο, δίχως να έχουμε την εμπειρία του Θεού μέσα μας.
Η ζωή αυτή μας δίνεται όχι ως δοκιμασία, αλλά ως ευκαιρία, ευκαιρία να Τον ζήσουμε από τώρα. Η Βασιλεία του Θεού αρχίζει τώρα, όχι όταν κλείσουμε τα μάτια μας - τότε συνεχίζεται. «Σημείο» λοιπόν και «θαύμα» είναι αυτές οι αφορμές της επιβεβαίωσης της παρουσίας του Θεού σ' αυτό τον κόσμο.
Μακάρι να επενδύσουμε κάποια στιγμή στη Βασιλεία του Θεού και να αντιληφθούμε ότι τα επιτόκιά της είναι πολύ ψηλά. Τόσο ψηλά πού δεν υπάρχει σε Αυτήν χρόνος, δεν υπάρχει φόβος, δεν υπάρχουν αναστολές, μειονεξίες, ανασφάλειες, ενοχές – τίποτα από όλα αυτά που σ' αυτή τη ζωή μας απασχολούν. Αυτή είναι η ευλογία της ελευθέριας του Θεού. Αυτή πρέπει να ζωντανέψουμε μέσα μας εδώ στη γη. Έως ότου ο καθένας μας θα μπορέσει από χρονικός να γίνει αιώνιος, από μονοδιάστατα ανθρώπινος να γίνει πνευματικός...


Και:
Άντε και πίστεψα - Τώρα τι κάνουμε;
Είσαι ο άνθρωπός μου;
Άγιοι της διπλανής πόρτας

Δεν υπάρχουν σχόλια: