ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Οι Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. 18-20


Το αρχαίο κείμενο των Πράξεων μπορείτε να το δείτε εδώ & εδώ. Τη μετάφραση την αναδημοσιεύουμε από εδώ. Το προηγούμενο τμήμα είναι εδώ & το 1ο μέρος - με εισαγωγικά στοιχεία - εδώ. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18
Εις Κόρινθον

1 Έπειτα από αυτά ανεχώρησεν ο Παύλος από τας Αθήνας και ήλθεν εις την Κόρινθον.
Οι άγιοι Ακύλας & Πρίσκιλλα
2 Εκεί ευρήκε καποιον Ιουδαίον που ωνομάζετο Ακύλας και κατήγετο από τον Πόντον, και ο οποίος είχε έλθει εσχάτως από την Ιταλίαν μαζί με την Πρίσκιλλαν την σύζυγόν του, διότι ο Κλαύδιος είχε διατάξει να φύγουν όλοι οι Ιουδαίοι από την Ρώμην.
3 Τους επεσκέφθη, και επειδή είχε την ίδια τέχνη, έμεινε μαζί τους και εργαζότανε. Ήσαν και οι δύο σκηνοποιοί.
4 Κάθε Σάββατον συνωμιλούσε εις την συναγωγήν και έπειθε Ιουδαίους και Έλληνας.
5 Όταν ο Σίλας και ο Τιμόθεος κατέβηκαν από την Μακεδονίαν, ο Παύλος αφωσιώθηκε εξ ολοκλήρου εις το κήρυγμα, διακηρύττων εις τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας.
6 Αλλ’ όταν αυτοί εντετάσσοντο και τον έβριζαν, ετίναξε τα ενδύματά του και τους είπε, «Το αίμα σας ας έλθη εις τα κεφάλια σας, εγώ είμαι αθώος· από τώρα θα πηγαίνω εις τους εθνικούς».
7 Και έφυγε από εκεί και επήγε εις το σπίτι κάποιου που ωνομάζετο Ιούστος, ο οποίος ήτο θεοσεβής και το σπίτι του ήτο παραπλεύρως της συναγωγής.
8 Ο Κρίσπος ο αρχισυνάγωγος επίστεψε εις τον Κύριον με όλους τους οικιακούς του και πολλοί από τους Κορινθίους, όταν άκουαν, επίστευαν και εβαπτίζοντο.
9 Μίαν νύχτα είπε ο Κύριος δι’ οράματος εις τον Παύλον, «Μη φοβάσαι, αλλά να μιλάς και να μη σιωπήσης, διότι εγώ είμαι μαζί σου.
10 Και κανείς δεν θα βάλη επάνω σου χέρι δια να σε κακοποιήση, διότι έχω πολύν λαόν εις την πόλιν αυτήν».
11 Και έτσι εκάθησε ένα χρόνο και έξη μήνες και εδίδασκε μεταξύ τους τον λόγον του Θεού.

Γαλλίων και Παύλος

12 Όταν ανθύπατος της Αχαΐας ήτο ο Γαλλίων, όλοι οι Ιουδαίοι επετέθησαν σαν ένας άνθρωπος εναντίον του Παύλου και τον έφεραν εις το δικαστικόν βήμα
13 με την κατηγορίαν: «Αυτός πείθει τους ανθρώπους να λατρεύουν τον Θεόν αντίθετα προς τον νόμον».
14 Ενώ δε ο Παύλος επρόκειτο να αρχίση να μιλή, είπε ο Γαλλίων εις τους Ιουδαίους, «Εάν επρόκειτο δια κάποιο αδίκημα η έγκλημα, τότε φυσικά θα σάς εδεχόμουν, ω Ιουδαίοι,
15 εάν όμως είναι ζήτημα λέξεων και ονομάτων και του δικού σας νόμου, εξετάσατέ το σεις οι ίδιοι· εγώ δεν θέλω να είμαι δικαστής επί αυτών των πραγμάτων.
16 Και τους έδιωξε από το βήμα.
17 Τότε όλοι οι Έλληνες έπιασαν τον Σωσθένην τον αρχισυνάγωγον και τον εκτυπούσαν εμπρός εις το βήμα, και ο Γαλλίων έμεινε τελείως αδιάφορος.

Ο Παύλος επιστρέφει εις την Συρίαν

18 Ο Παύλος, αφού έμεινε ακόμη αρκετές ημέρες, απεχαιρέτησε τους αδελφούς και έπλευσε προς την Συρίαν, ήσαν δε μαζί του η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας. Εις τας Κεγχρεάς έκοψε τα μαλλιά του, διότι είχε τάξιμο.
19 Όταν έφθασε εις την Έφεσον, εκείνους τους άφησε, αυτός δε εμπήκε εις την συναγωγήν και συζητούσε με τους Ιουδαίους.
20 Όταν δε τον παρεκάλεσαν να μείνη μαζί τους περισσότερον χρόνον, δεν συγκατένευσε,
21 αλλά τους απεχαιρέτησε και είπε, «Πρέπει πάντως την εορτήν που έρχεται να την κάνω εις τα Ιεροσόλυμα, και θα επιστρέψω πάλιν σ’ εσάς, εάν θέλη ο Θεός». Και απέπλευσεν από την Έφεσον.
22 Όταν αποβιβάσθηκε εις την Καισάρειαν, ανέβηκε και εχαιρέτησε την εκκλησίαν, και ύστερα κατέβηκε εις την Αντιόχειαν.
23 Αφού έμεινε εκεί ολίγον καιρόν, έφυγε και διήρχετο κατά σειράν την χώραν της Γαλατίας και την Φρυγίαν στηρίζων όλους τους μαθητάς.

Ο Απολλώς εις την Έφεσον

24 Κάποιος Ιουδαίος που ωνομάζετο Απολλώς, Αλεξανδρινός την καταγωγήν, είχε έλθει εις την Έφεσον. Ήτο ανήρ εύγλωττος και δυνατός εις τας γραφάς.
25 Αυτός είχε κατηχηθή εις την διδασκαλίαν του Κυρίου και με πνεύμα θερμόν εμιλούσε και εδίδασκε με ακρίβειαν τα σχετικά με τον Κύριον, αν και εγνώριζε μόνον το βάπτισμα του Ιωάννου.
26 Εμιλούσε με θάρρος εις την συναγωγήν, όταν δε τον άκουσαν ο Ακύλας και η Πρίσκιλα, τον επήραν κοντά τους και του ανέπτυξαν ακριβέστερα την διδασκαλίαν του Θεού.
27 Επειδή ήθελε να μεταβή εις την Αχαΐαν, οι αδελφοί τον ενεθάρρυναν και έγραψαν εις τους εκεί μαθητάς να τον πιστέψει δια της χάριτος του Θεού,
28 διότι με δύναμιν ανεσκεύαζε τους Ιουδαίους δημοσία και επεδείκνυε δια των γραφών ότι ο Μεσσίας είναι ο Ιησούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

Μαθηταί του Ιωάννου του Βαπτιστού εις την Έφεσον

1 Ενώ ο Απολλώς ήτο εις την Κόρινθον, ο Παύλος επέρασε τα μεσόγεια μέρη και ήλθε εις την Έφεσον.
2 Εκεί ευρήκε μερικούς μαθητάς και τους ερώτησε, «Ελάβατε Πνεύμα Άγιον, όταν επιστέψατε;». Εκείνοι του είπαν, «Ούτε καν έχομεν ακούσει αν υπάρχη Πνεύμα Άγιον».
3 Τότε τους είπε, «Εις τι λοιπόν εβαπτισθήκατε;» . Και εκείνοι είπαν, «Εις το βάπτισμα του Ιωάννου».
4 Ο Παύλος τότε είπε, «Ο Ιωάννης εβάπτισε βάπτισμα μετανοίας και έλεγε εις τον λαόν να πιστέψουν εις εκείνον που έρχεται μετά από αυτόν, δηλαδή εις τον Χριστόν Ιησούν».
5 Όταν άκουσαν αυτό, εβαπτίσθηκαν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού·
6 και όταν ο Παύλος έβαλε τα χέρια επάνω τους, ήλθε εις αυτούς το Πνεύμα το Άγιον και μιλούσαν γλώσσας και επροφήτευαν.
7 Ήσαν δε όλοι περί τους δώδεκα.
 
Το σπήλαιο του απ. Παύλου στην Έφεσο (από εδώ)
Ο Παύλος εις την Έφεσον

8 Κατόπιν ο Παύλος επήγε εις την συναγωγήν, και επί τρεις μήνες εμιλούσε με θάρρος. Συζητούσε και έπειθε τους Ιουδαίους περί της βασιλείας του Θεού.
9 Αλλ’ όταν μερικοί άρχισαν να γίνωνται ισχυρογνώμονες και ηρνούντο να πιστέψουν, κακολογούντες την διδασκαλίαν εμπρός εις τους ακροατάς, τότε έφυγε από αυτούς, επήρε μαζί του τους μαθητάς και είχε συζητήσεις καθημερινώς εις την σχολήν κάποιου ονομαζομένου Τυράννου.
10 Αυτό συνεχίσθη επί δύο χρόνια, και έτσι όλοι οι κατοικούντες την Ασίαν άκουσαν τον λόγον του Κυρίου Ιησού, Ιουδαίοι και Έλληνες.
11 Και ο Θεός ενεργούσε δια του Παύλου θαύματα όχι από τα συνήθη,
12 ώστε μανδήλια η περιζώματα από το σώμά του εφέροντο εις τους ασθενείς και ελευθερώνοντο από τας ασθενείας των και έβγαιναν από αυτούς τα πονηρά πνεύματα.
13 Μερικοί από τους περιοδεύοντας Ιουδαίους εξορκιστάς επεχείρησαν να προφέρουν το όνομα του Κυρίου Ιησού επάνω εις εκείνους που είχαν πνεύματα πονηρά λέγοντες, «Σάς εξορκίζομεν δια του Ιησού, τον οποίον ο Παύλος κηρύσσει».
14 Ήσαν δε επτά υιοί κάποιου Σκευά, Ιουδαίου αρχιερέως, που έκαναν αυτό.
15 Το πνεύμα το πονηρόν τους απεκρίθη, «Τον Ιησούν τον ξέρω και τον Παύλον επίσης τον ξέρω· αλλά σεις ποιοί είσθε;»,
16 και ο άνθρωπος που είχε το πνεύμα το πονηρόν ώρμησε εναντίον τους, τους κατέβαλε και τους εκακοποίησε, ώστε έφυγαν από το σπίτι εκείνο γυμνοί και τραυματισμένοι.
17 Αυτό έγινε γνωστόν εις όλους τους Ιουδαίους και Έλληνας που κατοικούσαν εις την Έφεσον και τους κατέλαβε όλους φόβος, και το όνομα του Κυρίου Ιησού εδοξάζετο.
18 Και πολλοί από εκείνους που είχαν πιστέψει ήρχοντο και εξωμολογούντο και έλεγαν τας πράξεις των.
19 Πολλοί δε από εκείνους που ησχολούντο εις την μαγείαν έφεραν τα βιβλία τους και τα έκαιαν ενώπιον όλων και υπελόγισαν την αξίαν τους και ευρήκαν ότι άξιζαν πενήντα χιλιάδες αργύρια.
20 Έτσι ο λόγος του Κυρίου διεδίδετο και επεβάλλετο με δύναμιν.

Σχέδια του Παύλου

21 Μετά τα γεγονότα αυτά, ο Παύλος απεφάσισε να περάση από την Μακεδονίαν και Αχαΐαν και να μεταβή εις την Ιερουσαλήμ, και έλεγε: «Αφού μεταβώ εκεί, πρέπει να ιδώ και την Ρώμην».
22 Και αφού έστειλε εις την Μακεδονίαν δύο από τους βοηθούς του, τον Τιμόθεον και τον Έραστον, αυτός έμεινε ολίγον ακόμη χρόνον εις την Ασίαν.

Ταραχή εις την Έφεσον

23 Κατ’ εκείνον τον καιρόν έγινε όχι ολίγη ταραχή δια την διδασκαλίαν.
24 Κάποιος ονομαζόμενος Δημήτριος χρυσοχόος, ο οποίος κατεσκεύαζε ναούς αργυρούς της Αρτέμιδος, έδινε εις τους τεχνίτας όχι ολίγην εργασίαν.
25 Αυτός τους συγκέντρωσε μαζί με τους εργάτας της τέχνης αυτής και τους είπε, «Άνδρες, γνωρίζετε καλά ότι από την εργασίαν αυτήν εξαρτάται η ευημερία μας,
26 και βλέπετε και ακούτε ότι αυτός ο Παύλος έπεισε και μετέστρεψε αρκετόν κόσμον όχι μόνον της Εφέσου αλλά σχεδόν όλης της Ασίας με το να λέγη ότι θεοί κατασκευαζόμενοι με τα χέρια δεν είναι θεοί.
27 Όχι μόνον δε το επάγγελμά μας αυτό κινδυνεύει να δυσφημισθή αλλά και ο ναός της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος να περιφρονηθή και να χάση την μεγαλοπρέπειάν της, αυτήν την οποίαν όλη η Ασία και η οικουμένη λατρεύει».
28 Όταν άκουσαν αυτά ωργίσθησαν και εφώναζαν λέγοντες, «Μεγάλη η Άρτεμις των Εφεσίων».
29 Και ήτο όλη η πόλις γεμάτη ταραχήν και ώρμησαν όλοι μαζί εις το θέατρον, σύροντες μαζί τους τον Γάϊον και τον Αρίσταρχον, Μακεδόνας, συνοδοιπόρους του Παύλου.
30 Ο Παύλος ήθελε να παρουσιασθή εις την συνέλευσιν αλλά δεν τον άφησαν οι μαθηταί.
31 Μερικοί επίσης από τους Ασιάρχας, οι οποίοι ήσαν φίλοι του, έστειλαν προς αυτόν και τον παρακαλούσαν να μη εκτεθή μεταβαίνων εις το θέατρον.
32 Εν τω μεταξύ μερικοί εφώναζαν ένα πράγμα και άλλοι άλλο, διότι η συνέλευσις ευρίσκετο εις σύγχυσιν και οι περισσότεροι δεν εγνώριζαν διατί είχαν συγκεντρωθή.
33 Μερικοί από τον όχλον έσπρωξαν προς τα εμπρός κάποιον Αλέξανδρον, τον οποίον παρουσίασαν οι Ιουδαίοι. Ο Αλέξανδρος, αφού ένευσε με το χέρι, ήθελε να απολογηθή προς τον λαόν.
34 Όταν όμως τα πλήθη εκατάλαβαν ότι είναι Ιουδαίος, όλοι με μια φωνή εφώναζαν επί δύο περίπου ώρες: «Μεγάλη η Άρτεμις των Εφεσίων».
35 Τότε ο γραμματεύς, αφού καθησύχασε τον όχλον, είπε, «Άνδρες Εφέσιοι,  υπάρχει κανείς άνθρωπος που δεν ξέρει ότι η πόλις των Εφεσίων είναι ο επιμελητής του ναού της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος και του αγάλματος που έπεσε από τον ουρανόν;
36 Αφού λοιπόν αυτά είναι αναντίρρητα, πρέπει να μένετε ήσυχοι και να μην κάνετε απερίσκεπτα πράγματα.
37 Εφέρατε τους άνδρας τούτους, οι οποίοι ούτε ιερόσυλοι είναι ούτε βλασφημούν την θεάν σας.
38 Εάν επομένως ο Δημήτριος και οι συντεχνίταί του έχουν κατηγορίαν εναντίον κάποιου, υπάρχουν ημέραι δικάσιμοι, υπάρχουν και ανθύπατοι, ας μηνύση ο ένας τον άλλον.
39 Εάν όμως ζητάτε κάτι άλλο, αυτό θα λυθή εις την νόμιμον συνέλευσιν.
40 Διότι κινδυνεύομεν να κατηγορηθούμε δια στάσιν δια τα σημερινά επεισόδια, αφού δεν υπάρχει καμμία αιτία, με την οποίαν να μπορέσωμε να δικαιολογήσωμεν την ταραχήν αυτήν».
41 Και αφού είπε αυτά, διέλυσε την συνέλευσιν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20

Ο Παύλος εις Μακεδονίαν, Ελλάδα και Τρωάδα

1 Όταν έπαυσε ο θόρυβος, ο Παύλος εκάλεσε τους μαθητάς, τους απεχαιρέτησε και έφυγε δια να μεταβή εις την Μακεδονίαν.
2 Αφού επέρασε από τα μέρη εκείνα και εστήριξε τους Χριστιανούς δια πολλών ομιλιών, ήλθε εις την Ελλάδα.
3 Εκεί έμεινε τρεις μήνες, και ενώ επρόκειτο να πλέυση εις την Συρίαν, έγινε συνωμοσία εναντίον του υπό των Ιουδαίων και δι’ αυτό απεφασίσθη να επιστρέψη δια της Μακεδονίας.
4 Τον συνώδευαν δε μέχρι της Ασίας ο Σώπατρος από την Βέροιαν, από τους Θεσσαλονικείς ο Αρίσταρχος και Σέκουνδος, ο Γάϊος από την Δέρβην, ο Τιμόθεος, και οι Ασιάται Τυχικός και Τρόφιμος.
5 Αυτοί έφυγαν πρωτήτερα και μας επερίμεναν εις την Τρωάδα.
6 Εμείς επήγαμε δια θαλάσσης από τους Φιλίππους μετά τας ημέρας της εορτής των αζύμων, και τους συναντήσαμεν εντός πέντε ημερών εις την Τρωάδα, όπου εμείναμεν επτά ημέρας.

Ο Εύτυχος

7 Κατά την πρώτην ημέραν της εβδομάδος, ενώ οι μαθηταί ήσαν μαζεμένοι, δια την κλάσιν του άρτου, ο Παύλος τους εμιλούσε, επειδή επρόκειτο να αναχωρήση την άλλην ημέραν, και συνέχισε την ομιλίαν του έως τα μεσάνυχτα.
8 Υπήρχαν πολλαί λαμπάδες εις το ανώγι, όπου ήμεθα μαζεμένοι.
9 Κάποιος δε νέος, ονομαζόμενος Εύτυχος, ο οποίος εκαθότανε εις το παράθυρον, είχε καταλυφθή από μεγάλη νύστα επειδή ο Παύλος παρέτεινε την ομιλίαν του και, κυριευθείς υπό του ύπνου, έπεσε κάτω από τον τρίτον όροφον και τον εσήκωσαν νεκρόν.
10 Αλλ’ ο Παύλος κατέβηκε, έπεσε επάνω του και αφού τον αγκάλιασε, είπε, «Μη ανησυχήτε, διότι η ψυχή του είναι μέσα του».
11 Κατόποιν ανέβηκε, έκανε την κλάσιν του άρτου και έφαγε· ύστερα εμίλησε επί αρκετόν μέχρι της αυγής και ανεχώρησε.
12 Τον νέον τον επήραν ζωντανόν και πολύ παρηγορήθηκαν.

Μετάβασις εις Μίλητον

13 Εμείς επήγαμεν ενωρίτερα εις το πλοίον και απεπλεύσαμεν εις την Άσσον, διότι απ’ εκεί έπρεπε να παραλάβωμεν τον Παύλον. Έτσι είχε κανονίσει, διότι αυτός θα πήγαινε πεζός.
14 Όταν μας συνήντησεν εις την Άσσον, τον επήραμεν εις το πλοίον και ήλθαμε εις την Μυτιλήνην
15 Απ’ εκεί απεπλεύσαμεν και την επομένην εφθάσαμεν αντίκρυ της Χίου· την άλλην ημέραν επλησιάσαμεν την Σάμον, εμείναμεν εις το Τρωγύλλιον και την επομένην ήλθαμεν εις την Μίλητον,
16 διότι ο Παύλος είχε αποφασίσει να προσπεράσωμεν την Έφεσον δια να μη χρονοτριβήση εις την Ασίαν. Ήτο βιαστικός δια να βρίσκεται εις τα Ιεροσόλυμα, εάν του ήτο δυνατόν, την ημέραν της Πεντηκοστής.
 
Από εδώ

Αποχαιρετιστήριος ομιλία του Παύλου προς τους πρεσβυτέρους της Εφέσου

17 Από την Μίλητον έστειλε εις την Έφεσον και εκάλεσε τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας.
18 Όταν δε ήλθαν προς αυτόν, τους είπε, «Ξέρετε πως έζησα μαζί σας όλον τον χρόνον από την πρώτην ημέραν που επάτησα εις την Ασίαν,
19 υπηρετών τον Κύριον με πάσαν ταπεινοφροσύνην και με πολλά δάκρυα και δοκιμασίας που μου συνέβησαν από τας συνωμοσίας των Ιουδαίων.
20 Ξέρετε ότι δεν παρέλειψα να σάς πω τίποτε από όσα ήσαν για το καλό σας, και να σάς διδάξω δημοσία και εις τα σπίτια σας, κηρύττων εντόνως,
21 και εις τους Ιουδαίους και εις τους Έλληνας, μετάνοιαν εις τον Θεόν και πίστιν εις τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν.
22 Και τώρα, δεμένος από το Πνεύμα, πηγαίνω εις την Ιερουσαλήμ χωρίς να ξέρω τι θα μου συμβή εκεί,
23 παρά μόνον ότι το Πνεύμα το Άγιον σε κάθε πόλιν με βεβαιώνει ότι με περιμένουν φυλακίσεις και θλίψεις.
24 Αλλά δεν λογαριάζω τίποτε, ούτε θεωρώ την ζωήν μου πολύτιμη, αρκεί να τελειώσω τον δρόμον μου με χαράν και την υπηρεσίαν την οποίαν έλαβα από τον Κύριον Ιησούν, να κηρύξω το χαρμόσυνον άγγελμα της χάριτος του Θεού.
25 Και τώρα εγώ ξέρω ότι δεν θα ιδήτε πλέον το πρόσωπόν μου όλοι εσείς, μεταξύ των οποίων έμεινα και εκήρυξα την βασιλείαν του Θεού.
26 Δια τούτο σάς βεβαιώ την σημερινήν ημέραν, ότι είμαι αθώος από το αίμα όλων σας.
27 Διότι δεν παρέλειψα να σάς διακηρύξω ολόκληρον το σχέδιον του Θεού.
28 Προσέχετε λοιπόν τους εαυτούς σας και ολόκληρον το ποίμνιον, εις το οποίον το Πνεύμα το Άγιον σάς ετοποθέτησε επισκόπους, δια να ποιμαίνετε  την εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε με το δικό του αίμα.
29 Διότι ξέρω τούτο, ότι μετά την αναχώρησίν μου θα μπούν μεταξύ σας λύκοι άγριοι και δεν θα φεισθούν το ποίμνιον,
30 και από σάς τους ιδίους θα εγερθούν άνδρες οι οποίοι θα διαστρέψουν την αλήθειαν δια να παρασύρουν τους μαθητάς ώστε να ακολουθήσουν αυτούς.
31 Δια τούτο να είσθε άγρυπνοι και να θυμάσθε ότι, επί τριετίαν νύχτα και ημέραν, δεν έπαυσα να νουθετώ τον καθένα από σάς με δάκρυα.
32 Και τώρα, αδελφοί, σάς αφιερώνω εις τον Θεόν και εις τον λόγον της χάριτός του, ο οποίος έχει την δύναμιν να αυξήση την οικοδομήν σας και να σάς δώση κληρονομίαν μεταξύ όλων των αγιασμένων.
33 Δεν επεθύμησα κανενός το χρήμα η το χρυσάφι η τον ρουχισμόν.
34 Ξέρετε σεις οι ίδιοι ότι τας ανάγκας τας δικάς μου και των συντρόφων μου εξυπηρέτησαν τα χέρια μου αυτά.
35 Σάς έδειξα, με κάθε τρόπον,  ότι έτσι με τον κόπον της εργασίας σας πρέπει να βοηθάτε τους αδυνάτους και να θυμάσθε τα λόγια του Κυρίου Ιησού που είπε αυτός ο ίδιος: «Είναι ευτυχέστερον να δίνη κανείς παρά να παίρνη».
36 Και όταν είπε αυτά, εγονάτισε με όλους και προσευχήθηκε.
37 Όλοι τότε έκλαιαν και αγκάλιαζαν τον Παύλον και τον εφιλούσαν.
38 Ελυπήθησαν περισσότερον με εκείνο που είπε, ότι δεν θα ιδούν πλέον το πρόσωπόν του. Τον συνώδευσαν δε έως το πλοίον.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: