ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Οι Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. 25-28 (τελευταίο)


Το αρχαίο κείμενο των Πράξεων μπορείτε να το δείτε εδώ & εδώ. Τη μετάφραση την αναδημοσιεύουμε από εδώ. Το προηγούμενο τμήμα είναι εδώ & το 1ο μέρος - με εισαγωγικά στοιχεία - εδώ.

Η τρίτη περιοδεία του αποστόλου Παύλου και το ταξίδι του προς τη Ρώμη (από εδώ)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25

Ο Παύλος δικάζεται από τον Φήστον

1 Ο Φήστος, τρεις ημέρας μετά τον ερχομόν του εις την επαρχίαν, ανέβηκε εις τα Ιεροσόλυμα από την Καισάρειαν.
2 Ο αρχιερεύς δε και οι προύχοντες των Ιουδαίων διετύπωσαν εις αυτόν κατηγορίας κατά του Παύλου,
3 και τον παρακαλούσαν, ζητούντες ως χάριν από αυτόν, να τον καλέση εις την Ιερουσαλήμ, διότι εσχεδίαζαν ενέδραν δια να τον σκοτώσουν εις τον δρόμον.
4 Ο Φήστος απεκρίθη ότι ο Παύλος είναι υπό επιτήρησιν εις την Καισάρειαν, και ότι επρόκειτο και αυτός να αναχωρήση γρήγορα από την Ιερουσαλήμ.
5 «Οι πρόκριτοι λοιπόν μεταξύ σας», είπε, «ας κατεβούν μαζί μου και αν υπάρχη τίποτε αξιόποινον εις τον άνθρωπον αυτόν, ας τον κατηγορήσουν».
6 Αφού παρέμεινε μεταξύ τους περισσότερον από δέκα ημέρες, κατέβηκε εις την Καισάρειαν και την άλλην ημέραν, αφού εκάθησε εις την δικαστικήν έδραν, διέταξε να φέρουν τον Παύλον.
7 Όταν αυτός έφθασε, τον περιεκύκλωσαν οι Ιουδαίοι που είχαν κατεβή από τα Ιεροσόλυμα, διατυπώνοντας πολλάς και βαρείας κατηγορίας κατά του Παύλου, τας οποίας δεν μπορούσαν να αποδείξουν, διότι ο Παύλος απολογούμενος έλεγε,
8 «Ούτε κατά του νόμου των Ιουδαίων, ούτε κατά του ναού, ούτε κατά του Καίσαρος έκανα κανένα αμάρτημα».
9 Επειδή ο Φήστος ήθελε να κάνη χάριν εις τους Ιουδαίους, απεκρίθη εις τον Παύλον, «Θέλεις να ανεβής εις την Ιερουσαλήμ, και να δικασθής εκεί δια τας κατηγορίας αυτάς ενώπιόν μου;».
10 Αλλ’ ο Παύλος είπε, «Βρίσκομαι ενώπιον δικαστηρίου του Καίσαρος, όπου πρέπει να δικασθώ. Εις τους Ιουδαίους δεν έκανα κανένα κακόν, όπως πολύ καλά ξέρεις.
11 Εάν έχω άδικον και έπραξα κάτι άξιον θανάτου, δεν ζητώ να αποφύγω τον θάνατον, εάν όμως δεν στέκη καμμία κατηγορία από εκείνας που αυτοί με κατηγορούν, κανείς δεν μπορεί να με παραδώση σ’ αυτούς. Επικαλούμαι τον Καίσαρα».
12 Τότε ο Φήστος, αφού συνωμίλησε με τους συμβούλους του, απεκρίθη, «Τον Καίσαρα έχεις επικαλεσθή, εις τον Καίσαρα θα μεταβής».

Αγρίππας και Βερνίκη

13 Αφού επέρασαν μερικές ημέρες, ο Αγρίππας ο βασιλεύς και η Βερνίκη έφθασαν εις την Καισάρειαν, δια να χαιρετήσουν τον Φήστον.
14 Επειδή δε έμειναν εκεί πολλές ημέρες, ο Φήστος ανέφερε εις τον βασιλέαν την υπόθεσιν του Παύλου. «Υπάρχει κάποιος», είπε, «που έχει αφεθή φυλακισμένος από τον Φήλικα,
15 και όταν ήμουν εις τα Ιεροσόλυμα οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων διετύπωσαν κατηγορίας εναντίον του και εζητούσαν την καταδίκην του.
16 Τους απεκρίθην ότι δεν είναι συνήθεια των Ρωμαίων να παραδίδουν ένα άνθρωπον εις θάνατον προτού ο κατηγορούμενος έχη ενώπιόν του τους κατηγόρους και λάβη ευκαιρίαν να απολογηθή δια την κατηγορίαν.
17 Όταν λοιπόν αυτοί ήλθαν μαζί μου εδώ, χωρίς καμμίαν αναβολήν, την επομένην ημέραν, αφού εκάθησα εις την δικαστικήν έδραν, διέταξα να φέρουν τον άνθρωπον.
18 Όταν παρουσιάσθηκαν οι κατήγοροι, δεν έφεραν καμμίαν κατηγορίαν από εκείνας που εγώ επερίμενα,
19 αλλ’ είχαν διαφοράς μαζί του δια ζητήματα σχετικά με την δικήν τους θρησκείαν και για κάποιον Ιησούν, που είχε πεθάνει, αλλ’ ο Παύλος έλεγε ότι ζη.
20 Επειδή δεν ήξερα πως να εξετάσω τέτοια ζητήματα, ερώτησα εάν ήθελε να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα και να δικασθή εκεί.
21 Επειδή όμως ο Παύλος επεκαλέσθη να αφεθή εις την κρίσιν του Σεβαστού, διέταξα να τον φυλάττουν, έως ότου τον στείλω εις τον Καίσαρα».
22 Τότε ο Αγρίππας είπε εις τον Φήστον, «Θα ήθελα να ακούσω και εγώ τον άνθρωπον». Αυτός δε είπε, «Αύριον θα τον ακούσης».
23 Την επομένην ημέραν ήλθε ο Αγρίππας και η Βερνίκη με μεγάλην πομπήν και εμπήκαν εις την αίθουσαν των ακροάσεων μαζί με τους χιλιάρχους και τους προύχοντας της πόλεως, και κατά διαταγήν του Φήστου έφεραν τον Παύλον.
24 Τότε είπε ο Φήστος, «Βασιλεύ Αγρίππα και όσοι είσθε εδώ παρόντες μαζί μας, βλέπετε τούτον, δια τον οποίον όλος ο Ιουδαϊκός λαός παρουσιάσθηκε σ’ εμέ εις τα Ιεροσόλυμα και εδώ, φωνάζοντες ότι δεν πρέπει πλέον αυτός να ζη.
25 Αλλ’ εγώ δεν ευρήκα να έχη κάνει τίποτε άξιον θανάτου και επειδή αυτός ο ίδιος έκανε έκκλησιν εις τον Σεβαστόν, απεφάσισα να του τον στείλω.
26 Αλλά δεν έχω τίποτε το βέβαιον να γράψω εις τον κύριόν μου. Δια τούτο σάς τον παρουσίασα, και μάλιστα σ’ εσέ, βασιλεύ Αγρίππα, δια να έχω κάτι να γράψω, αφού γίνη η ανάκρισις.
27 Διότι μου φαίνεται παράλογον να στείλω κάποιον δέσμιον, χωρίς να δηλώσω και κατηγορίας εναντίον του».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26

Η ομιλία του Παύλου ενώπιον του Αγρίππα

1 Τότε ο Αγρίππας είπε εις τον Παύλον, «Έχεις την άδειαν να μιλήσης δια τον εαυτόν σου». Και ο Παύλος, αφού άπλωσε το χέρι του, άρχισε να απολογήται.
2 «Θεωρώ τον εαυτόν μου ευτυχή, βασιλεύ Αγρίππα, διότι ενώπιόν σου θα απολογηθώ σήμερα δι’ όλα όσα κατηγορούμαι από τους Ιουδαίους,
3 ιδίως διότι είσαι γνώστης όλων των Ιουδαϊκών εθίμων και ζητημάτων· δια τούτο σε παρακαλώ να με ακούσης με υπομονήν.
4 Τον τρόπον της ζωής μου από την νεότητά μου, που επέρασα από την αρχήν μεταξύ του έθνους μου εις τα Ιεροσόλυμα, ξέρουν όλοι οι Ιουδαίοι.
5 Ξέρουν από πολύν καιρόν, και αν θέλουν μπορούν να το βεβαιώσουν, ότι εγώ έζησα σύμφωνα προς την πιο αυστηρήν αίρεσιν της θρησκείας μας, δηλαδή ως Φαρισαίος.
6 Και τώρα στέκομαι εδώ και δικάζομαι δια την ελπίδα μου εις την υπόσχεσιν που έγινε από τον Θεόν εις τους πατέρας μας,
7 εις την οποίαν αι δώδεκα φυλαί μας ελπίζουν να καταλήξουν με την αδιάκοπον λατρείαν τους ημέραν και νύχτα. Γι’ αυτήν την ελπίδα κατηγορούμαι, βασιλεύ Αγρίππα, από τους Ιουδαίους.
8 Γιατί θεωρείται από σάς απίστευτον, ότι ο Θεός ανασταίνει νεκρούς;
9 Και εγώ ο ίδιος ενόμισα ότι έπρεπε να κάνω πολλά εναντίον του ονόματος του Ιησού του Ναζωραίου.
10 Αυτό και εκανα εις τα Ιεροσόλυμα και πολλούς από τους πιστούς έκλεισα εις τας φυλακάς, λαβών την εξουσίαν από τους αρχιερείς, και όταν επρόκειτο να σκοτωθούν, έδωκα καταδικαστικήν ψήφον,
11 και εις όλας τας συναγωγάς συχνά δια τιμωριών τους ηνάγκαζα να βλασφημούν και με υπερβολικήν μανίαν τους κατεδίωκα μέχρι και των πόλεων πέραν της Ιουδαίας.
12 Με τέτοιες προθέσεις επήγαινα εις την Δαμασκόν με εξουσίαν και εντολήν από τους αρχιερείς,
Το βάπτισμα του απ. Παύλου (εδώ)
13 και ενώ προχωρούσα στον δρόμον μου, βασιλεύ, το μεσημέρι είδα φως από τον ουρανόν λαμπρότερον από τον ήλιον, να λάμπη γύρω μου και γύρω από εκείνους που εβάδιζαν μαζί μου.
14 Επέσαμεν όλοι κάτω εις την γην και τότε άκουσα φωνήν να μου λέγη εις την εβραϊκήν γλώσσαν, «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Είναι σκληρόν για σε να κλωτσάς το βούκεντρον».
15 Εγώ δε είπα, «Ποιος είσαι, Κύριε;», και ο Κύριος είπε, «Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίον συ καταδιώκεις.
16 Αλλά σήκω και στάσου στα πόδια σου, διότι γι’ αυτόν τον σκοπόν εμφανίσθηκα σ’ εσέ: δια να σε καταστήσω υπηρέτην και μάρτυρα και για όσα είδες τώρα και για όσα θα ιδής από εμέ.
17 Θα σε ελευθερώνω από τον λαόν αυτόν και από τους εθνικούς,
18 εις τους οποίους εγώ σε στέλλω δια να ανοίξης τα μάτια τους ώστε να επιστραφούν από το σκοτάδι εις το φως και από την εξουσίαν του Σατανά εις τον Θεόν, δια να λάβουν δια της πίστεως σ’ εμέ άφεσιν αμαρτιών και μερίδα μεταξύ εκείνων που ο Θεός έκανε δικούς του».
19 Κατόπιν τούτου, βασιλεύ Αγρίππα, δεν έγινα απειθής εις την ουράνιον οπτασίαν,
20 αλλ’ εκήρυττα πρώτα εις τους κατοίκους της Δαμασκού και ύστερα εις τα Ιεροσόλυμα και εις όλην την χώραν της Ιουδαίας και εις τους εθνικούς να μετανοήσουν και να επιστρέψουν εις τον Θεόν, αποδεικνύοντες την μετάνοιάν τους με έργα.
21 Αυτός είναι ο λόγος δια τον οποίον οι Ιουδαίοι με συνέλαβαν εις τον ναόν και προσπαθούσαν να με σκοτώσουν.
22 Αλλ’ είχα την βοήθειαν του Θεού και έτσι έως την ημέραν αυτήν στέκομαι και δίνω μαρτυρίαν σε μικρούς και μεγάλους, χωρίς να λέγω τίποτε περισσότερον από εκείνα που οι προφήται και ο Μωϋσής είπαν ότι μέλλουν να γίνουν.
23 Δηλαδή, ότι ο Χριστός πρέπει να πάθη, και ότι, επειδή θα είναι ο πρώτος που θα αναστηθή εκ νεκρών, θα εξαγγείλη το φως εις τον Ιουδαϊκόν λαόν και εις τους εθνικούς».
24 Ενώ έλεγε αυτά ο Παύλος απολογούμενος, ο Φήστος είπε με μεγάλην φωνήν, «Είσαι τρελλός, Παύλε· τα πολλά γράμματα σε φέρουν στην τρέλλα».
25 «Δεν είμαι τρελλός, εξοχώτατε Φήστε», είπε ο Παύλος, «αλλά λέγω λόγια αληθινά και συνετά.
26 Ξέρει καλά τα ζητήματα αυτά ο βασιλεύς, προς τον οποίον και μιλώ με θάρρος. Δεν πιστεύω ότι του διαφεύγει κανένα από αυτά τα γεγονότα, διότι δεν έχουν γίνει στα κρυφά.
27 Πιστεύεις, βασιλεύ Αγρίππα, εις τους προφήτας; Γνωρίζω ότι πιστεύεις».
28 Ο Αγρίππας είπε εις τον Παύλον, «Κοντεύεις να με πείσης να γίνω χριστιανός».
29 Ο δε Παύλος είπε, «Θα ευχόμουν εις τον Θεόν, είτε εις ολίγον, είτε εις μακρόν χρόνον, όχι μόνον εσύ, αλλά και όλοι όσοι με ακούουν σήμερα, να γίνουν τέτοιοι όπως είμαι εγώ, εκτός από αυτές τις αλυσίδες».
30 Και όταν είπε αυτά ο Παύλος, εσηκώθηκε ο βασιλεύς και ο ηγεμών και η Βερνίκη και όσοι εκάθοντο μαζί τους,
31 και όταν έφυγαν συνωμιλούσαν μεταξύ τους και έλεγαν, «Ο άνθρωπος αυτός δεν κάνει τίποτε άξιον θανάτου η φυλακίσεως».
32 Ο δε Αγρίππας είπε εις τον Φήστον, «Θα μπορούσε να είχε απολυθή ο άνθρωπος αυτός, εάν δεν είχε επικαλεσθή τον Καίσαρα».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 27

Ο Απόστολος Παύλος εγκαθιστά εις Γόρτυνα τον Τίτο, πρώτο επίσκοπο Κρήτης. Τοιχογραφία Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας (από εδώ & εδώ)
Ο Παύλος αποπλέει δια την Ρώμην. – Εις Κρήτην

1 Όταν απεφασίσθη να αποπλεύσωμεν εις την Ιταλίαν, παρέδωκαν τον Παύλον και μερικούς άλλους φυλακισμένους εις κάποιον εκατόνταρχον ονομαζόμενον Ιούλιον, της αυτοκρατορικής φρουράς.
2 Επιβιβασθήκαμε εις πλοίον Αδραμυττηνόν, που θα έπλεε εις λιμένας της Ασίας, και ξεκινήσαμε, είχαμε δε μαζί μας τον Αρίσταρχον, Μακεδόνα από την Θεσσαλονίκην.
3 Την επομένην εφθάσαμεν εις την Σιδώνα και ο Ιούλιος εφέρθηκε ευγενικά προς τον Παύλον και του επέτρεψε να μεταβή εις τους φίλους του δια να τον περιποιηθούν.
4 Απ’ εκεί εφύγαμεν και επλεύσαμεν προς τα υπήνεμα μέρη της Κύπρου, διότι οι άνεμοι ήσαν αντίθετοι,
5 και αφού επλεύσαμεν το πέλαγος της Κιλικίας και της Παμφυλίας, ήλθαμεν εις τα Μύρα της Λυκίας.
6 Εκεί ο εκατόνταρχος ευρήκε πλοίον Αλεξανδρινόν που προωρίζετο δια την Ιταλίαν και μας επιβίβασεν εις αυτό.
7 Επί πολλάς ημέρας επλέαμεν σιγά και με δυσκολίαν εφθάσαμεν κοντά εις την Κνίδον, επειδή δε ο άνεμος δεν μας επέτρεπε να προχωρήσωμεν, επλεύσαμεν, όταν επεράσαμε την Σαλμώνην, νοτίως της Κρήτης.
8 Πλέοντες με κόπον πλησίον της ακτής, ήλθαμεν σε κάποιον τόπον που ωνομάζετο Καλοί Λιμένες, πλησίον του οποίου ήτο η πόλις Λασαία.
9 Επειδή είχε περάσει αρκετός χρόνος και το ταξίδι ήτο επικίνδυνον, διότι και η νηστεία είχε ήδη περάσει, ο Παύλος είπε, «Άνδρες, βλέπω ότι το ταξίδι θα γίνη με κακοπάθειαν και με μεγάλην ζημίαν όχι μόνον του φορτίου και του πλοίου αλλά και της ζωής μας».
11 Ο εκατόνταρχοε επείθετο μάλλον εις τον κυβερνήτην και εις τον ιδιοκτήτην του πλοίου παρά εις τα λεγόμενα του Παύλου.
12 Επειδή δε ο λιμήν δεν ήτο κατάλληλος δια να παραχειμάσουν, οι περισσότεροι ήσαν της γνώμης ν’ αναχωρήσουν απ’ εκεί, μήπως μπορέσουν να φθάσουν εις τον Φοίνικα, λιμένα της Κρήτης, ο οποίος βλέπει προς τα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά, και να παραχειμάσουν εκεί.

Θύελλα και ναυάγιον εις Μελίτην (Μάλταν)

13 Όταν άρχισε να πνέη ελαφρός νότιος άνεμος, ενόμισαν ότι μπορούν να πραγματοποιήσουν το σχέδιόν τους και, σηκώσαντες την άγκυραν, έπλεαν κατά μήκος της Κρήτης, κοντά εις την ακτήν.
14 Αλλ’ ύστερα από λίγο ξέσπασε εναντίον της ένας ανεμοστρόβιλος που ονομάζεται Ευροκλύδων.
15 Επειδή δε το πλοίον συμπαρασύρθηκε και δεν ήτο δυνατόν να αντισταθή, παρεδόθημεν εις τον άνεμον και παρεσυρόμεθα.
16 Όταν δε επλεύσαμεν κάτω από κάποιο νησάκι που ονομάζεται Κλαύδη, μόλις κατωρθώσαμεν να γίνωμεν κύριοι της λέμβου·
17 αφού την έσυραν επάνω, εχρησιμοποιούσαν βοηθητικά μέσα και έζωναν γύρω το πλοίον με καραβόσχοινο. Επειδή δε εφοβούντο μήπως πέσουν έξω εις την Σύρτιν, κατέβασαν τα πανιά και εσύροντο από το ρεύμα.
18 Επειδή υποφέραμεν πολύ από την θαλασσοταραχήν,
19 έρριξαν την επομένην εις την θάλασσαν μέρος του φορτίου και κατά την τρίτην ημέραν, με τα χέρια μας ερρίξαμε τον εξοπλισμόν του πλοίου.
20 Επειδή δε ούτε ήλιος ούτε άστρα εφαίνοντο επί πολλάς ημέρας και μια φοβερή θύελλα ήτο επάνω μας, είχε χαθή πλέον κάθε ελπίδα να σωθούμε.
21 Επέρασαν αρκεταί ημέραι χωρίς να έχουν φάγει τίποτε, και τότε ο Παύλος εστάθηκε μεταξύ τους και είπε, «Έπρεπε, ω άνδρες, να ακούσετε εμέ και να μη αναχωρήσετε από την Κρήτην και έτσι θα αποφεύγατε την ταλαιπωρίαν αυτήν και την ζημίαν.
22 Και τώρα σάς προτρέπω να έχετε θάρρος· κανείς από σάς δεν πρόκειται να χαθή, παρά μόνον το πλοίο.
23 Διότι μου παρουσιάσθηκε την νύχτα αυτήν άγγελος του Θεού, εις τον οποίον ανήκω και τον οποίον λατρεύω,
24 και μου είπε, «Μη φοβάσαι Παύλε. Πρέπει να παρουσιασθής εις τον Καίσαρα και ιδού, ο Θεός σου εχάρισε όλους τους συνταξιδιώτας σου».
25 Δια τούτο έχετε θάρρος, ω άνδρες· πιστεύω εις τον Θεόν, ότι έτσι θα συμβή καθώς μου ελέχθη. Πρέπει όμως να πέσωμεν έξω σε κάποιο νησί».
27 Την δεκάτην τετάρτην νύχτα, ενώ εφερόμεθα ακόμη εις το Αδριατικόν πέλαγος, οι ναύται, κατά τα μεσάνυχτα, ένοιωσαν ότι κάποια ξηρά ήτο πλησίον.
28 Εβυθομέτρησαν, ευρήκαν είκοσι οργυιές, όταν δε πέρασε ολίγον διάστημα και πάλιν εβυθομέτρησαν, ευρήκαν δέκα πέντε οργυιές.
29 Επειδή εφοβούντο μήπως πέσωμεν σε πετρώδεις τόπους, έρριξαν από την πρύμναν τέσσερις άγκυρες και παρακαλούσαν να ξημερώση.
30 Αλλ’ οι ναύται εζητούσαν να φύγουν από το πλοίον και είχαν κατεβάσει την λέμβον εις την θάλασσαν με την πρόφασιν ότι θα ρίξουν άγκυρες και από την πρώραν.
31 Τότε είπε ο Παύλος εις τον εκατόνταρχον και τους στρατιώτας, «Εάν αυτοί δεν μείνουν εις το πλοίον, δεν θα μπορέσετε σεις να σωθήτε».
32 Οι στρατιώται τότε απέκοψαν τα σχοινιά της λέμβου και την άφησαν να πέση έξω.
Ο Ύμνος της Αγάπης (από εδώ)
33 Ενώ επερίμεναν να ξημερώση, ο Παύλος προέτρεπε όλους να φάγουν, λέγων, «Σήμερα είναι η δεκάτη τετάρτη ημέρα που είσθε εις αναμονήν και νηστικοί, χωρίς να έχετε πάρει τίποτε.
34 Γι’ αυτό σάς παρακαλώ να φάτε, διότι πρόκειται περί της ζωής σας· κανενός από σάς δεν θα πέση ούτε τρίχα της κεφαλής του».
35 Όταν είπε αυτά, επήρε ψωμί, ευχαρίστησε τον Θεόν ενώπιον όλων και αφού το έκοψε άρχισε να τρώγη.
36 Τότε επήραν όλοι θάρρος και έφαγαν και αυτοί.
37 Εις το πλοίον ήμεθα εν συνόλω διακόσια εβδομήντα έξη πρόσωπα.
38 Και όταν εχόρτασαν από τροφήν, εξαλάφρωσαν το πλοίον ρίχνοντες το σιτάρι εις την θάλασσαν.
39 Όταν έγινε ημέρα, δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν την χώραν, αλλά παρετήρησαν κάποιον κόλπον με ακρογιαλιά, εις την οποίαν εσχεδίαζαν, εάν ήτο δυνατόν, να προσαράξουν το πλοίον.
40 Έλυσαν λοιπόν τις έγκυρες, τις έρριξαν εις την θάλασσαν, συγχρόνως δε εχαλάρωσαν τα λουριά των πηδαλίων, εσήκωσαν το πανί της πρώρας προς την κατεύθυνσιν του ανέμου και εφέροντο προς την ακρογιαλιά.
41 Αλλ’ επειδή έπεσαν σε μέρος που εκυκλώνετο εις τα δύο μέρη από θάλασσαν, έρριξαν το πλοίον εις τη ξηράν και η μεν πρώρα, επειδή ακούμπησε εις την αμμουδιά, έμεινε ακίνητη, ενώ η πρύμνη άρχισε να διαλύεται από την ορμήν των κυμάτων.
42 Τότε οι στρατιώται εσκέφθησαν να σκοτώσουν τους φυλακισμένους δια να μη κολυμπήση κανείς και φύγη.
43 Αλλ’ ο εκατόνταρχος, επειδή ήθελε να σώση τον Παύλον, δεν τους άφησε να εκτελέσουν το σχέδιόν τους και διέταξε να ριφθούν εις την θάλασσαν πρώτοι όσοι ήξεραν να κολυμπούν και να κατευθυνθούν προς την ξηράν,
44 οι δε λοιποί να βγούν, άλλοι μεν επάνω σε σανίδια, μερικοί δε επάνω σε συντρίμματα του πλοίου. Και έτσι εσώθηκαν όλοι εις την ξηράν.


Ο απόστολος Παύλος δαγκώνεται από την έχιδνα. Εικ. από αυτό το τουρκόφωνο ορθόδοξο site.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28

Ο Παύλος εις Μελίτην

1 Όταν εσωθήκαμε, τότε εμάθαμε ότι η νήσος ονομάζεται Μελίτη.
2 Οι ιθαγενείς μας φέρθηκαν με ασυνήθη ευγένειαν. Μας πήραν όλους κοντά σε μια φωτιά που είχε ανάψει επειδή είχε αρχίσει να βράχη και έκανε κρύο.
3 Ο Παύλος εμάζεψε αρκετά φρύγανα και τα έβαλε στην φωτιά και τότε βγήκε μια έχιδνα ένεκα της θερμότητος και εκρεμάσθηκε από το χέρι του.
4 Όταν οι ιθαγενείς είδαν το φίδι να κρέμεται από το χέρι του, έλεγαν μεταξύ τους: «Εξάπαντος φωνηάς πρέπει να είναι ο άνθρωπος αυτός, αφού ενώ εξέφυγε από την θάλασσαν, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζήση».
5 Αλλ’ ο Παύλος ετίναξε το φίδι στην φωτιά και δεν έπαθε τίποτε.
6 Εκείνοι επερίμεναν να πρησθή ή να πέση ξαφνικά νεκρός, αλλ’ αφού επερίμεναν πολλήν ώραν χωρίς να ιδούν να του συμβή κανένα κακό, αλλαξαν γνώμην και έλεγαν ότι είναι θεός.
7 Γύρω από τον τόπον εκείνον υπήρχαν κτήματα που ανήκαν εις τον πρώτον του νησιού που ωνομάζετο Πόπλιος, ο οποίος μας εδέχθηκε και μας εφιλοξένησε φιλόφρονα επί τρεις ημέρες.
8 Συνέβη δε να είναι ο πατέρας του Ποπλίου κατάκοιτος από πυρετούς και δυσεντερίαν. Ο Παύλος τον επισκέφθηκε και αφού προσευχήθηκε και έβαλε τα χέρια επάνω του, τον εθεράπευσε.
9 Έπειτα από αυτό, και οι λοιποί εις το νησί, που ήσαν άρρωστοι, ήρχοντο προς αυτόν και εθεραπεύοντο,
10 μας ετίμησαν δε με πολλάς εκδηλώσεις αγάπης, και όταν εφύγαμε μας έδωκαν και τα αναγκαία τρόφιμα.

Συνεχίζεται το ταξίδι προς την Ρώμην

11 Μετά τρεις μήνας αναχωρήσαμεν με πλοίον Αλεξανδρινόν, το οποίον είχε παραχειμάσει εις το νησί και είχε για σήμα τους Διοσκούρους.
12 Προσεγγίσαμε εις τας Συρακούσας και εμείναμεν εκεί τρεις ημέρες.
13 Απ’ εκεί, αφού περιήλθομεν την νήσον, εφθάσαμεν εις το Ρήγιον. Μετά μίαν ημέραν έπνευσε νότιος άνεμος και ήλθαμεν εις Ποτιόλους εντός δύο ημερών.
14 Εκεί ευρήκαμε αδελφούς και μας παρεκάλεσαν να μείνωμεν επτά ημέρες μαζί τους. Και έτσι ήλθαμεν εις την Ρώμην.
15 Οι εκεί αδελφοί, όταν άκουσαν για μας, ήλθαν μέχρι του Αππίου Φόρου και των Τριών Ταβερνών δια να μας προϋπαντήσουν και όταν ο Παύλος τους είδε ευχαρίστησε τον Θεόν και έλαβε θάρρος.
16 Όταν εμπήκαμε εις την Ρώμην, ο εκατόνταρχος παρέδωκε τους φυλακισμένους εις τον στρατοπεδάρχην, αλλ’ εις τον Παύλον επετράπη να μένη μόνος του μαζί με τον στρατώτην που τον εφύλαγε.

Ο Παύλος συζητεί με τους Ιουδαίους της Ρώμης

Ιστορική προσωπογραφία του απ. Παύλου (4ος αι. μ.Χ.) από την Κατακόμβη της Αγίας Θέκλας στη Ρώμη. Από αυτό το άρθρο για τη διερεύνηση του τάφου και των λειψάνων του αγίου στη Ρώμη.

17 Ύστερα από τρεις ημέρας, ο Παύλος προσκάλεσε τους προύχοντας από τους Ιουδαίους· και όταν εμαζεύθηκαν τους είπε, «Άνδρες αδελφοί, εγώ που δεν έκανα τίποτε εναντίον του λαού μας η των πατρικών εθίμων, παραδόθηκα δέσμιος από τα Ιεροσόλυμα εις τα χέρια των Ρωμαίων,
18 οι οποίοι, αφού με ανέκριναν, ήθελαν να με απολύσουν, διότι δεν υπήρχε σ’ εμέ τίποτε άξιον θανάτου.
19 Αλλ’ οι Ιουδαίοι έφεραν αντιρρήσεις και αναγκάσθηκα να επικαλεσθώ τον Καίσαρα· όχι διότι είχα να κατηγορήσω για τίποτε το έθνος μου.
20 Αυτός είναι ο λόγος που εζήτησα να σάς ιδώ και να σάς μιλήσω, διότι εξ αιτίας της ελπίδος του Ισραήλ είμαι δεμένος με την αλυσίδα αυτήν».
21 Αυτοί δε του είπαν, «Εμείς ούτε επιστολάς επήραμεν από την Ιουδαίαν, ούτε ήλθε κανείς από τους αδελφούς να εκθέση ή να πη τίποτε κακό για σένα.
22 Αλλ’ επιθυμούμεν να ακούσωμεν από σένα ποια είναι τα φρονήματά σου· διότι δια την θρησκευτικήν αυτήν αίρεσιν γνωρίζομεν ότι παντού κατηγορείται».
23 Αφού δε του ώρισαν ημέραν, ήλθαν εις αυτόν πολλοί εκεί που έμενε, εις τους οποίους ανέπτυσσε το θέμα, δίδων μαρτυρίαν δια την βασιλείαν του Θεού και προσπαθών να τους αποδείξη τα σχετικά με τον Ιησούν από τον νόμον του Μωϋσέως και από τους Προφήτας. Αυτό εγένετο από το πρωΐ έως το βράδυ.
24 Και μερικοί μεν επείθοντο από όσα ελέγοντο, ενώ άλλοι δεν επίστευαν.
25 Επειδή διαφωνούσαν μεταξύ τους, έφυγαν, αφού ο Παύλος τους είπε ένα λόγον: «Πόσον ορθά εμίλησε το Πνεύμα το Άγιον δια του Ησαΐα του προφήτου εις τους πατέρας μας όταν είπε:
26 Πήγαινε εις τον λαόν τούτον και πες: Θα ακούετε καλά, αλλά ποτέ δεν θα καταλάβετε και θα κυττάζετε καλά αλλά ποτέ δεν θα ιδήτε.
27 Διότι έγινε αναίσθητη η καρδιά του λαού τούτου και βαρειά ακούουν με τα αυτιά τους και έκλεισαν τα μάτια τους, μη τυχόν ιδούν με τα μάτια και ακούσουν με τα αυτιά και καταλάβουν με την καρδιά και μετανοήσουν και εγώ τους θεραπεύσω.
28 Ας είναι λοιπόν γνωστόν σ’ εσάς ότι εις τα έθνη απεστάλη η σωτηρία αυτή του Θεού, αυτοί και θα ακούσουν».
29 Και αφού είπε αυτά, έφυγαν οι Ιουδαίοι και είχαν μεγάλην συζήτησιν μεταξύ τους.

Επίλογος

30 Έμεινε δε ο Παύλος ολόκληρην διετίαν σε δικό του μισθωμένο σπίτι και εδέχετο όλους που επήγαιναν σ’ αυτόν
31 και εκήρυττε την βασιλείαν του Θεού και εδίδασκε τα σχετικά με τον Κύριον Ιησούν Χριστόν με παρρησίαν και χωρίς εμπόδια.


ΤΕΛΟΣ

"Ν": Εδώ τελειώνει το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Για τη συνέχεια και στοιχεία για τη δράση των άλλων αποστόλων, ένα κλικ αγάπης εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: