ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Οι Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. 3-5


Το αρχαίο κείμενο των Πράξεων μπορείτε να το δείτε εδώ & εδώ. Τη μετάφραση την αναδημοσιεύουμε από εδώ. Το προηγούμενο (1ο) μέρος - και εισαγωγικά στοιχεία - είναι εδώ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Θεραπεία χωλού (=παράλυτου) επαίτου

1 Ο Πέτρος και ο Ιωάννης ανέβαιναν μαζί εις τον ναόν την ώραν της προσευχής, την ενάτην.
2 Και κάποιος εκ γενετής χωλός εφέρετο και ετοποθετείτο κάθε ημέραν κοντά εις την πύλην του ναού, που ονομάζεται Ωραία, δια να ζητή ελεημοσύνην από όσους έμπαιναν εις τον ναόν.
3 Όταν αυτός είδε ότι ο Πέτρος και ο Ιωάννης επρόκειτο να μπούν εις τον ναόν, παρακαλούσε δι’ ελεημοσύνην.
4 Ο Πέτρος προσήλωσε το βλέμμα του εις αυτόν μαζί με τον Ιωάννην, και είπε, «Κύτταξέ μας».
5 Εκείνος έδωσε όλην του την προσοχήν διότι επερίμενε να πάρη κάτι απ’ αυτούς.
Οι απόστολοι Ιωάννης & Πέτρος, από εδώ
6 Ο δε Πέτρος είπε, «Ασήμι και χρυσάφι δεν έχω· αλλ’ ελείνο που έχω σου το δίνω· εις το όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου σήκω και περπάτησε».
7 Και αφού τον έπιασε από το δεξί χέρι, τον εσήκωσε· αμέσως δε εστερεώθηκαν τα πόδια του και οι αστράγαλοι,
8 και με ένα πήδημα εσηκώθηκε ορθός και περπατούσε και εμπήκε μαζί τους εις τον ναόν, περιπατών και πηδών και δοξολογών τον Θεόν.
9 Όλος ο λαός τον είδε να περπατή και να δοξολογή τον Θεόν
10 και τον ανεγνώρισαν ότι ήτο εκείνος που εσυνείθιζε να κάθεται εις την Ωραίαν πύλην του ναού δι’ ελεημοσύνην και έγιναν άκθαμβοι και εκστατικοί γι’ αυτό που του συνέβη.
11 Ενώ δε ο θεραπευθείς χωλός εκρατούσε τον Πέτρον και τον Ιωάννην, όλος ο λαός έτρεξε κατάπληκτος προς αυτούς εις την στοάν που εκαλείτο του Σολομώντος.

Ομιλία του Πέτρου εις τον ναόν

12 Όταν είδε αυτό ο Πέτρος, είπε εις τον λαόν, «Άνδρες Ισραηλίται, γιατί εκπλήττεσθε γι’ αυτό; Γιατί έχετε προσηλωμένον το βλέμμα σας σ’ εμάς σαν να τον είχαμε κάνει να περπατή με δική μας δύναμι η ευσέβεια;
13 Ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Θεός των πατέρων σας, εδόξασεν τον δούλόν του Ιησούν, τον οποίον σεις παρεδώσατε και τον αρνηθήκατε ενώπιον του Πιλάτου, όταν αυτός είχε αποφασίσει να τον απολύση.
14 Αρνηθήκατε τον Άγιον και Δίκαιον και εζητήσατε να σάς χαρισθή ένας άνδρας φονηάς,
15 τον δε Αρχηγόν της ζωής εσκοτώσατε, αλλ’ ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών· του γεγονότος εκείνου εμείς ήμεθα μάρτυρες.
16 Και το όνομα του Ιησού, δια της πίστεως εις αυτό, εστερέωσε τούτον τον οποίον βλέπετε και ξέρετε, και η πίστις, που ενεργείται δι’ αυτού, του έδωκε την πλήρην αυτήν υγείαν ενώπιον όλων σας.
17 Και τώρα, αδελφοί, ξέρω ότι από άγνοιαν ενεργήσατε, όπως και οι άρχοντές σας.
18 Αλλ’ αυτός είναι ο τρόπος δια του οποίου ο Θεός επραγματοποίησε εκείνα που είχε προείπει δια στόματος όλων των προφητών του, δηλαδή τα παθήματα του Χριστού.
19 Μετανοήσατε λοιπόν και επιστρέψατε δια να εξαλειφθούν αι αμαρτίαι σας,
20 δια να έλθουν καιροί αναψυχής εκ μέρους του Κυρίου και αποστείλη τον Ιησούν τον ήδη ωρισμένον δια σάς Μεσσίαν,
Ο προφήτης Μωυσής
21 τον οποίον πρέπει ο ουρανός να δεχθή μέχρι των χρόνων που θα αποκατασταθούν όλα όσα είπε ο Θεός δια στόματος όλων των αγίων του προφητών από τους αρχαιοτάτους χρόνους.
22 Ο Μωϋσής είπε εις τους πατέρας μας, Κύριος ο Θεός σας θα εγείρη για σάς προφήτην από σάς τους ίδιους όπως ήγειρε εμέ· αυτόν να ακούσετε εις όλα όσα θα σάς πη.
23 Αλλ’ όποιος δεν ακούση τον προφήτην εκείνον θα εξολοθρευθή από τον λαόν.
24 Όλοι επίσης οι προφήται από τον Σαμουήλ και τους κατόπιν, όσοι εμίλησαν, προανήγγειλαν τας ημέρας αυτάς.
25 Σεις είσθε οι κληρονόμοι των προφητών και της διαθήκης, την οποίαν έκανε ο Θεός με τους πατέρας μας, όταν είπε προς τον Αβραάμ, Δια του σπέρματός σου θα ευλογηθούν όλαι αι φυλαί της γης.
26 Όταν ο Θεός ανέστησε τον δούλον του Ιησούν, πρώτα σ’ εσάς τον έστειλε δια να σάς ευλογήση με το να απομακρύνη τον καθένα από σάς από τον κακόν σας δρόμον».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ο Πέτρος και ο Ιωάννης ενώπιον του συνεδρίου

1 Ενώ αυτοί μιλούσαν εις τον λαόν, τους επλησίασαν οι ιερείς,
2 ο αξιωματικός του ναού και οι Σαδδουκαίοι, αγανακτισμένοι, διότι εδίδασκαν τον λαόν και εκήρυτταν δια του Ιησού ανάστασιν των νεκρών.
3 Δια τούτο έβαλαν χέρια επάνω τους και τους έθεσαν υπό περιορισμόν μέχρι της επομένης, διότι ήτο ήδη εσπέρα.
4 Πολλοί όμως από εκείνους που άκουσαν την ομιλίαν του Πέτρου επίστεψαν και ο αριθμός των ανδρών ανήλθε περίπου σε πέντε χιλιάδες.
5 Την επομένην ημέραν οι άρχοντές των και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς εμαζεύθηκαν εις την Ιερουσαλήμ
6 και επίσης ο Άννας ο αρχιερεύς, ο Καϊάφας, ο Ιωάννης και ο Αλέξανδρος και όσοι κατήγοντο από γένος αρχιερατικόν.
7 Τους είπαν να σταθούν εις το μέσον και τους ερώτησαν, «Με ποιάν δύναμιν η με το όνομα τίνος εκάνατε αυτό;».
8 Τότε ο Πέτρος, πληρωθείς από Πνεύμα Άγιον, τους είπε, «Άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραήλ,
9 εάν εμείς σήμερα ανακρινώμεθα για καλό που έγινε σε άνθρωπον ασθενή, και για το μέσον δια του οποίου αυτός εθεραπεύθηκε,
10 ας είναι γνωστόν σ’ εσάς και εις όλον τον λαόν του Ισραήλ, ότι δια του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, τον οποίον σεις εσταυρώσατε, τον οποίον ο Θεός ανέστησε εκ νεκρών, δια του ονόματός του στέκεται ο άνθρωπος αυτός ενώπιόν σας υγιής.
11 Ο Ιησούς αυτός είναι ο λίθος ο οποίος περιφρονήθηκε από σάς τους οικοδόμους, και ο οποίος έγινε ακρογωνιαίος λίθος.
12 Δεν υπάρχει δι’ ουδενός άλλου σωτηρία, ούτε υπάρχει άλλο όνομα υπό τον ουρανόν, δοσμένον εις τους ανθρώπους, δια του οποίου πρέπει να σωθούμε».
13 Όταν είδαν το θάρρος του Πέτρου και του Ιωάννου και κατάλαβαν ότι είναι άνθρωποι αγράμματοι και απλοϊκοί, έμειναν κατάπληκτοι και τους ανεγνώρισαν ότι ήσαν μαζί με τον Ιησούν.
14 Επειδή δε έβλεπαν τον θεραπευθέντα να στέκεται μαζί τους, δεν είχαν τίποτα να αντείπουν.
15 Τους διέταξαν να βγούν έξω και συνεσκέπτοντο λέγοντες,
Εικ. από εδώ
16 «Τι να κάνωμεν εις τους ανθρώπους αυτούς; Ό,τι έγινε δι’ αυτών πραγματικόν θαύμα, είναι φανερόν εις όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ και δεν μπορούμε να το αρνηθούμε.
17 Αλλά δια να μη διαδοθή περισσότερον εις τον λαόν, ας τους απειλήσωμε αυστηρά να μη μιλούν πλέον σε κανένα άνθρωπον δια το όνομα αυτό».
18 Κατόπιν τους εκάλεσαν να μπούν και τους παρήγγειλαν να μη μιλούν καθόλου ούτε να διδάσκουν περί του ονόματος του Ιησού.
19 Αλλ’ ο Πέτρος και ο Ιωάννης απεκρίθησαν εις αυτούς, «Εάν είναι ορθόν ενώπιον του Θεού να ακούμε μάλλον εσάς παρά τον Θεόν, κρίνατε μόνοι σας.
20 Διότι εμείς δεν μπορούμε να μη μιλάμε δι’ εκείνα που είδαμε και ακούσαμε».
21 Εκείνοι, αφού πάλιν τους εφοβέρισαν, τους απέλυσαν, επειδή δεν εύρισκαν τρόπον να τους τιμωρήσουν εξ αιτίας του λαού, διότι όλοι εδόξαζαν τον Θεόν δια το γεγονός,
22 επειδή ο άνθρωπος εις τον οποίον έγινε το θαύμα τούτο της θεραπείας, ήτο άνω των σαράντα ετών.

Ο Πέτρος και ο Ιωάννης επιστρέφουν εις τους φίλους των

23 Όταν απελύθησαν, επήγαν εις τους φίλους των και ανέφεραν όσα τους είπαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι.
24 Αυτοί δε όταν τα άκουσαν, όλοι με μια ψυχή ύψωσαν την φωνή τους προς τον Θεόν και είπαν, «Δέσποτα, συ που εδημιούργησες τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και όλα, όσα υπάρχουν εις αυτά,
25 που δια στόματος του Δαυΐδ του δούλου σου είπες, Διατί εφρύαξαν τα έθνη και οι λαοί εσκέφθησαν μάταια πράγματα;
26 Εσηκώθηκαν οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες εμαζεύθηκαν εναντίον του Κυρίου και κατά του Χριστού αυτού.
27 Διότι αληθινά εμαζεύθηκαν εναντίον του αγίου δούλου σου Ιησού, τον οποίον έχρισες, ο Ηρώδης και ο Πόντιος Πιλάτος μαζί με τα έθνη και πλήθη του Ισραήλ,
28 δια να κάνουν όσα το χέρι σου και το θέλημά σου προώρισαν να γίνουν.
29 Και τώρα, Κύριε, βλέπε τις απειλές τους και δώσε εις τους δούλους σου, να κηρύττουν τον λόγον σου με όλον το θάρρος,
30 ενώ συ θα απλώνης το χέρι σου, ώστε να γίνονται θεραπείαι και θαύματα και τέρατα δια του ονόματος του αγίου δούλου σου Ιησού».
31 Όταν προσευχήθηκαν εσαλεύθηκε ο τόπος όπου ήσαν συγκεντρωμένοι και επληρώθησαν όλοι από Πνεύμα Άγιον και εκήρυτταν τον λόγον του Θεού με θάρρος.

Κοινόν ταμείον

32 Όλοι όσοι είχαν πιστέψει ήσαν ομόφρονες και ομόψυχοι και κανείς δεν έλεγε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του είναι δικό του, αλλά ήσαν εις αυτούς όλα κοινά.
33 Και με μεγάλην δύναμιν έδιναν μαρτυρίαν οι απόστολοι δια την ανάστασιν του Κυρίου Ιησού, και χάρις μεγάλη ήτο επάνω εις όλους.
34 Ούτε υπήρχε κανένας πτωχός μεταξύ τους· διότι όσοι ήσαν ιδιοκτήται αγρών η οικιών, τους επωλούσαν και έφερναν το αντίτιμον των πωλουμένων και το κατέθεταν εμπρός στα πόδια των αποστόλων.
35 Εγίνετο δε η διανομή εις τον καθένα σύμφωνα με την ανάγκην που είχε.
36 Ο Ιωσής ο οποίος επωνομάσθη από τους αποστόλους Βαρνάβας, που εν μεταφράσει σημαίνει υιος παρηγοριάς, Λευΐτης, Κύπριος την καταγωγήν,
37 επώλησε ένα χωράφι που είχε και έφερε το χρήμα και το έβαλε εμπρός στα πόδια των αποστόλων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Ο Ανανίας και η Σαπφείρα

1 Αλλά κάποιος ονομαζόμενος Ανανίας μαζί με την γυναίκά του Σαπφείραν επώλησε ένα κτήμα
2 και εκράτησε δια τον εαυτόν του μέρος από το αντίτιμον εν γνώσει και της γυναικός του, το δε υπόλοιπον το έφερε και το έβαλε εμπρός στα πόδια των αποστόλων.
3 Αλλ’ ο Πέτρος του είπε, «Ανανία, γιατί εκυρίευσε την καρδιά σου ο Σατανάς, ώστε να ψευσθής εις το Πνεύμα το Άγιον και να κρατήσης δια τον εαυτόν σου κάτι από το αντίτιμον του κτήματος;
4 Εν όσω παρέμενε, δεν ήτο δικό σου, και όταν επωλήθη, δεν ήτο το αντίτιμον εις την διάθεσίν σου; Γιατί εσκέφθης αυτό το πράγμα; Δεν εψεύσθης εις ανθρώπους αλλ’ εις τον Θεόν».
5 Μόλις ο Ανανίας άκουσε τα λόγια αυτά, έπεσε και ξεψύχησε, και κατέλαβε μεγάλος φόβος όλους όσοι τα άκουσαν.
6 Οι νεώτεροι εσηκώθηκαν και τον εσκέπασαν και ύστερα τον έφεραν έξω και τον έθαψαν.
7 Μετά τρεις ώρας εμπήκε και η γυναίκά του χωρίς να γνωρίζη τι είχε συμβή.
8 Και ο Πέτρος της είπε, «Πες μου, για τόσον ποσόν επωλήσατε το κτήμα;». Και εκείνη είπε, «Ναι, για τόσο».
9 Τότε ο Πέτρος της είπε, «Γιατί συμφωνήσατε και οι δύο να πειράξετε το Πνεύμα του Κυρίου; Να, τα πόδια εκείνων που έθαψαν τον άνδρα σου είναι στην πόρτα και θα σε πάρουν έξω».
10 Και έπεσε αμέσως κοντά στα πόδια του και ξεψύχησε. Όταν εμπήκαν οι νέοι την ευρήκαν νεκρή και την έπήραν έξω και την έθαψαν κοντά στον άνδρα της.
11 Φόβος μεγάλος κατέλαβε όλην την εκκλησίαν και όλους όσοι άκουσαν αυτά.

Θαύματα και θεραπείαι δια των αποστόλων

12 Με τα χέρια των αποστόλων εγίνοντο πολλά θαύματα και τέρατα μεταξύ του λαού· και εσυνείθιζαν να συγκεντρώνωνται όλοι με μια ψυχή εις την στοάν του Σολομώντος.
13 Από τους άλλους κανείς δεν ετολμούσε να προσκολληθή εις αυτούς, ο λαός όμως τους έτρεφε μεγάλην υπόληψιν·
14 ακόμη δε περισσότερον, προσετίθοντο πλήθη ανδρών και γυναικών που επίστευαν εις τον Κύριον.
15 Ακόμη και τους ασθενείς έφερναν στις πλατείες και τους έβαζαν σε κρεββάτια και φορεία ώστε, όταν θα περνούσε ο Πέτρος, να πέση έστω και η σκιά του σε κάποιον από αυτούς.
16 Μαζευότανε και ο κόσμος από τας πέριξ πόλεις εις την Ιερουσαλήμ και έφερναν τους ασθενείς και όσους εβασανίζοντο από πνεύματα ακάθαρτα, και όλοι εθεραπεύοντο.

Ο Πέτρος και ο Ιωάννης πάλιν ενώπιον του συνεδρίου

17 Τότε εσηκώθηκε ο αρχιερεύς και όλοι όσοι ήσαν μαζί του, δηλαδή το κόμμα των Σαδδουκαίων,
18 και γεμάτοι από φθόνον έβαλαν τα χέρια τους επάνω εις τους αποστόλους και τους εφυλάκισαν δημοσία.
19 Αλλά άγγελος Κυρίου άνοιξε την νύχτα τις πόρτες της φυλακής, τους έβγαλε έξω και είπε,
20 «Πηγαίνετε, σταθήτε εις τον ναόν και μιλήστε εις τον λαόν δια την νέαν αυτήν ζωήν».
21 Όταν άκουσαν αυτό, εμπήκαν εις τον ναόν ενωρίς το πρωΐ και εδίδασκαν. Όταν έφθασε ο αρχιερεύς και η ακολουθία του, συνεκάλεσαν το συνέδριον και όλην την γερουσίαν την Ισραηλιτικήν και έστειλαν εις την φυλακήν δια να τους φέρουν.
22 Αλλ’ όταν επήγαν οι υπηρέται, δεν τους ευρήκαν εις την φυλακήν, και εγύρισαν πίσω και ανέφεραν,
23 «Ευρήκαμε την φυλακήν κλεισμένην με μεγάλην ασφάλειαν και τους φύλακας να στέκωνται εμπρός στις πόρτες, όταν όμως τις ανοίξαμε, δεν ευρήκαμε μέσα κανένα».
24 Μόλις άκουσαν αυτό ο ιερεύς και ο αξιωματικός του ναού και οι αρχιερείς, ήλθαν σε μεγάλη αμηχανίαν εξ αιτίας των, και δια τας συνεπείας που θα είχε αυτό.
25 Ήλθε όμως κάποιος και τους ανήγγειλε, «Οι άνδρες που εβάλατε εις την φυλακήν, βρίσκονται εις τον ναόν και διδάσκουν τον λαόν».
26 Τότε επήγε ο αξιωματικός με τους υπηρέτας και τους έφερε χωρίς βίαν, διότι εφοβούντο μήπως τους λιθοβολήση ο λαός.
27 Όταν τους έφεραν, τους ωδήγησαν εις το μέσον του συνεδρίου.
28 Και ο αρχιερεύς τους ρώτησε, «Δεν σάς εδώκαμεν αυστηρήν διαταγήν να μη διδάσκετε περί του ονόματος αυτού; Και σεις εγεμίσατε την Ιερουσαλήμ με την διδασκαλίαν σας και θέλετε να ρίξετε σ’ εμάς την ευθύνην δια τον θάνατον του ανθρώπου αυτού».
29 Απεκρίθη ο Πέτρος και οι απόστολοι, «Πρέπει να πειθαρχούμε μάλλον εις τον Θεόν παρά εις ανθρώπους.
30 Ο Θεός των πατέρων μας ανέστησε τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσκοτώσατε, κρεμάσαντες αυτόν επί σταυρού.
31 Τούτον ο Θεός ανύψωσε δια της δεξιάς του εις Αρχηγόν και Σωτήρα, δια να δώση εις το Ισραήλ μετάνοιαν και άφεσιν αμαρτιών.
32 Και εμείς είμεθα μάρτυρες αυτών των πραγμάτων όπως είναι και το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον έδωκε ο Θεός εις εκείνους που πειθαρχούν εις αυτόν».
33 Όταν άκουσαν αυτα, έτριζαν τα δόντια και εσκέπτοντο να τους σκοτώσουν.
34 Αλλά ένα μέλος του συνεδρίου, Φαρισαίος, ονομαζόμενος Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος, που ετιμάτο από όλον τον λαόν, εσηκώθηκε, διέταξε να οδηγήσουν έξω τους αποστόλους για λίγην ώρα
Ο Γαμαλιήλ διδάσκων (από εδώ)
35 και ύστερα είπε, «Άνδρες Ισραηλίται, προσέχετε τι μέλλετε να κάνετε εις τους ανθρώπους αυτούς.
36 Διότι προ ολίγου καιρού εμφανίσθηκε ο Θευδάς, ο οποίος παρίστανε ότι είναι κάποιος σπουδαίος, και ένας αριθμός ανθρώπων, περίπου τετρακόσιοι, τον ακολούθησαν· αλλά εφονεύθηκε και όλοι όσοι τον ακολουθούσαν διελύθησαν και εξαφανίσθησαν.
37 Ύστερα από αυτόν εμφανίσθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος τας ημέρας της απογραφής και παρέσυρε αρκετόν κόσμον πίσω του· αλλά και εκείνος εχάθηκε και όλοι όσοι τον ακολουθούσαν διεσκορπίσθησαν.
38 Τώρα σάς λέγω, μη πλησιάζετε τους ανθρώπους αυτούς και αφήστέ τους· διότι αν αυταί αι ιδέαι των και όσα κάνουν είναι έργον ανθρώπινον, θα ανατραπή,
39 εάν όμως είναι από τον Θεόν, δεν μπορείτε να το ανατρέψετε, και μάλιστα μπορεί να βρεθείτε θεομάχοι».
40 Εκείνοι επείσθησαν εις αυτόν και αφού προσκάλεσαν τους αποστόλους, τους έδειραν και τους διέταξαν να μη μιλούν περί του ονόματος του Ιησού, και τους απέλυσαν.
41 Οι απόστολοι έφυγαν από το συνέδριον χαρούμενοι, διότι εκρίθησαν άξιοι να κακοποιηθούν υπέρ του ονόματος αυτού.
42 Και κάθε ημέραν εις τον ναόν και εις τα σπίτια δεν έπαυαν να διδάσκουν και να κηρύττουν ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ (ΕΔΩ)...

Δεν υπάρχουν σχόλια: