ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Η Ουφολογία ως σωτηριολογική θρησκεία (2)

Του Ernst Benz, από το βιβλίο:

Ausserirdische Welten, Von Kopernikus zu den Ufos (Εξωγήινοι κόσμοι, Από τον Κοπέρνικο μέχρι τα ούφο), Aurum Verlag, Edition 2000
Συνέχεια από εδώ.

Από την σκοπιά της εκκλησιαστικής ιστορίας, η ουφολογία αποτελεί ένα μοντέρνο υποκατάστατο της χριστιανικής διδασκαλίας περί αγγέλων. Αυτή γνωρίζει την παρουσία ουράνιων πλασμάτων, υπηρετικών πνευμάτων, είτε ως άγγελοι ενός λαού, είτε ως προστάτες άγγελοι διαφόρων κοινοτήτων ή μεμονωμένων ανθρώπων, που προειδοποιούν και σώζουν, εμπνέουν και καθοδηγούν, εργάζονται για τον Θεό, και διεξάγουν τον αγώνα εναντίον των δυνάμεων του κακού, στο σωματικό, ψυχικό και πνευματικό επίπεδο, και σκοπό έχουν την σωτηρία των προστατευόμενων κατοίκων της γης. Στην ουφολογία φαίνεται καθαρά η επίδραση της διδασκαλίας περί προστάτη αγγέλου, αφού αποδίδει στους «πλανητάριους» ένα τέτοιο ρόλο, ως προστάτες, οδηγοί, εμπνευστές ("Ν": Δείτε και το άρθρο μας Άγιοι εξωγήινοι + στενές επαφές).

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ουφολογίας είναι η πεποίθηση της ότι οι κάτοικοι των άλλων πλανητών είναι υπέρτεροί μας από κάθε άποψη. Με ένα αφελή τρόπο, παραδέχονται πως η τεχνολογική ανωτερότητα των πλανητάριων, που εκφράζεται με την κατασκευή διαπλανητικών διαστημοπλοίων, είναι ένα σημάδι όχι μόνο της τεχνολογικής, αλλά και της πνευματικής και ηθικής ανωτερότητας. Η αφέλεια αυτή εκφράζεται επίσης και με την παραδοχή, πως οι πλανητάριοι έχουν παραψυχικές ικανότητες, με τις οποίες είναι σε θέση να συνεννοούνται με κάθε άνθρωπο στην γλώσσα του, να διαβάζουν τις σκέψεις του πριν καν τις εκφράσει, να περνούν μέσα από υλικούς τοίχους και να αιωρούνται. Στην λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας, υπάρχουν και μυθιστορήματα, όπου κακοήθεις κοσμικές μορφές προκαλούν κακό και ζημιές με τις υπεράνθρωπες παραψυχικές τους ικανότητες.

Το φαινόμενο «ουφολογία» είναι μοναδικό στην ιστορία των θρησκειών, καθώς μια τέτοια εξέλιξη σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα δεν είχε παρατηρηθεί μέχρι τότε.

Παλιά, ένας μύθος χρειαζόταν αιώνες μέχρι να εγκατασταθεί στην συνείδηση του κοινού, όπου απαιτεί να έχει διαρκή ισχύ, και μετά να γίνει δόγμα και τελετουργικό. 

Η ουφολογία όμως εξαπλώθηκε ιδεολογικά και οργανωτικά σε ολόκληρο τον κόσμο μέσα σε λίγα χρόνια. Αυτό σχετίζεται με το γεγονός πως η ουφολογική βιβλιογραφία δεν περιορίζεται σε μερικά μόνο κύρια κείμενα, αλλά είναι διαδεδομένη σε αναρίθμητα τευχίδια, περιοδικά, εικονογραφημένα. Επίσης, κάθε υποτιθέμενη θέαση ιπτάμενου δίσκου παρουσιάζεται οπωσδήποτε στις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Ακόμα πιο ισχυρή επίδραση έχει το γεγονός πως η τηλεόραση και ο κινηματογράφος έχουν αναλάβει ως θέμα την παρουσίαση υποτιθέμενων προσγειώσεων και συναντήσεων με τους ανθρώπους. Τα μέσα αυτά παρουσιάζουν διαρκώς νέες αναπαραστάσεις αυτών των γεγονότων, που παρά τις διαφορές στην φανταστική διακόσμηση, όλες οι αναπαραστάσεις ακολουθούν το ίδιο σχήμα: χρησιμοποιούν τα ίδια φαινόμενα φωτισμού, το ίδιο ηχητικό υπόβαθρο, και τα ίδια τεχνικά κόλπα αιφνιδιασμού. 

Αυτή η συχνή και πολύωρη παρουσίαση των πλανητάριων στις οθόνες της τηλεόρασης και του κινηματογράφου μας, συνέβαλε ώστε η πίστη στα ούφο και στην αποστολή τους, που είναι βοηθητική, σωτηριώδης, προστατευτική και προειδοποιητική, να ανήκει πια στον κόσμο της φαντασίας της ευρείας δημοσιότητας. Επίσης, σε συζητήσεις, μπορεί κανείς να εκτεθεί απρόσμενα σε οργισμένη κριτική, εάν υπονοήσει πως είναι βαθιά πεπεισμένος ότι τα ούφο δεν υπάρχουν. Οι θεατές των ταινιών με ούφο αισθάνονται πως είναι μάρτυρες πραγματικών προσγειώσεων. Η διάδοση των έργων του Däniken [φωτο]  (που αναπτύσσει μια ολόκληρη ιστορία της ανθρωπότητας, στην οποία οι πλανητάριοι λαμβάνουν μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού), που κάθε έκδοση βγαίνει σε εκατομμύρια αντίτυπα, και το ένα έργο έρχεται πολύ σύντομα μετά το άλλο, είναι το νεώτερο σημάδι αυτής της ραγδαίας διάδοσης μιας επιστημονικής-θρησκευτικής μυθολογίας. Και δεν φαίνεται να έχει τέλος αυτή η ιστορία. 

Αυτό που ακόμα λείπει από την ουφολογία για να είναι θρησκεία, είναι η οργάνωση. Υπάρχει όμως μια τάση, των διάφορων μικρών ομάδων, που αποτελούν ένα μείγμα επιστημονικών και θρησκευτικών θεωρήσεων, να ενώνονται σε εθνικούς και υπερεθνικούς συνδέσμους. Επειδή όμως η δυσαρέσκεια (που είναι και η ψυχολογική αιτία για την εμφάνιση της κοσμοθεωρίας της ουφολογίας) για τον πολιτισμό μας αυξάνει, υπάρχει φόβος πως η ουφολογία και η προσμονή μιας διαπλανητικής κιβωτού του Νώε, που θα σώσει έστω και λίγους από τον πυρηνικό κατακλυσμό, θα αποκτήσει και άλλους οπαδούς. 

Στις απεικονίσεις των συναντήσεων με τα ούφο, όπως παρουσιάζονται στην τηλεόραση και στις ταινίες, υπάρχει μια προφανής ατέλεια: οι ταινίες παρουσιάζουν μια πληθώρα αναπαραστάσεων των τεχνικών τρικ, η ταινία «Στενές επαφές τρίτου τύπου» είναι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα. Κάθε νέα ταινία υπερβαίνει τις προηγούμενες στην τελειότητα των τεχνικών κατασκευών, μηχανών, φωτεινών εφέ, ηλεκτρικών επιδράσεων των ιπτάμενων δίσκων. Από την άλλη, όσον αφορά στην παρουσίαση των κατοίκων των ιπτάμενων δίσκων, φαίνεται πως η φαντασία των σκηνοθετών δεν λειτουργεί. Όπου εμφανίζονται μορφές να βγαίνουν από την φωτοχυσία ενός ιπτάμενου δίσκου, φαίνονται μόνο θολά περιγράμματα ανθρωπόμορφων σχημάτων. Νάνοι ή γίγαντες με ανθρώπινη μορφή, με κεφάλι, δυο χέρια και δυο πόδια, χωρίς αναγνωρίσιμο πρόσωπο. 

Προφανώς η ανθρώπινη φαντασία αποτυγχάνει να αναπαραστήσει ένα συγκεκριμένο ανώτερο ον από άλλο άστρο. Η φαντασία είναι σε θέση να παραστήσει μόνο θολά ένα τέτοιο ον, ενώ τα αυτόματα τα παρουσιάζει με τρόπο εντυπωσιακό και ιδιαίτερα σαφή. Και στο σημείο αυτό, η science fiction είναι πιο προοδευτική από την ουφολογία. Γνωρίζει μια σειρά πλανητικών μορφών, μη ανθρώπινων και χωρίς ανθρώπινη μορφή. Έχουν τα πλάσματα αυτά την μορφή ενός νέφους, μέδουσας, πολύποδα, μορφή ενός ήρωα από τις φανταστικές τους ιστορίες. Έχει κανείς την εντύπωση πως οι σκηνοθέτες δεν ενδιαφέρονται για την μορφή των αρχηγών των πληρωμάτων των ούφο. Μάλλον τους ενδιαφέρει να τονίσουν την τεχνολογική της ανωτερότητα και τις παραψυχικές τους τέχνες. Το πρόβλημα αυτό λύνεται ως εξής: κάνουν τους πιλότους των ούφο να έχουν ανθρώπινη μορφή, και συχνά αυτοί αναμιγνύονται με το πληθυσμό του τόπου όπου προσγειώνονται, οι οποίοι και μιλούν την γλώσσα του τόπου εκείνου, ώστε να μπορέσουν να εκπληρώσουν το σωτηριώδες έργο τους. Το μεγάλο θαύμα των ούφο ολοκληρώνεται από ανθρώπους εκφωνητές, που διαβάζουν το μεταφρασμένο κείμενο(ή γράφουν τους υπότιτλους) στην γλώσσα της χώρας όπου προβάλλεται η ταινία. Η γήινη τεχνολογία (για το γύρισμα και προβολή ταινιών) έχει στα ατελιέ της ήδη επιτύχει μια προφητευμένη ιδιότητα των πλανητάριων (να μιλούν δηλαδή στην γλώσσα του κάθε ανθρώπου).

 ΣΧΟΛΙΟ: Φυσικά πρόκειται γιά μία καθαρά δαιμονική θρησκεία. Τό περίεργό είναι ότι η ανθρωπότης αποδέχεται σάν ανώτερα όντα, πλάσματα χωρίς σώμα καί σάν ανώτερο πολιτισμό τόν τεχνολογικό πολιτισμό. Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΣ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΓΗ. Μια άρνηση, η οποία ξεκινά από τόν Γαλιλαίο. Ο οποίος αρνήθηκε τόν ρεαλισμό του Αριστοτέλη, προσπαθώντας νά αποδείξει ότι υπάρχει το κενό, κατορθώνοντας την μαθηματικοποίηση τής ζωής μας. Όταν ισχυρίστηκε πώς η γη κινείται γύρω από τον ήλιο, εννοούσε ότι η γη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα σώμα σε τροχιά γύρω από τον ήλιο. ΤΗΝ ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ!

Το σοκ που προκάλεσε η επανάσταση του Κοπέρνικου


Η κοπερνίκεια αντίληψη για τον κόσμο, όπου η γη είναι απλά ένας πλανήτης ανάμεσα στους αναρίθμητους άλλους, έχει καταστεί γενικευμένο θεμελιώδες συστατικό της κοσμικής συνείδησης, μόνο από την εποχή που τα διαστημικά ταξίδια έδωσαν την δυνατότητα να φωτογραφηθεί από το φεγγάρι, ή και από την πορεία προς αυτό, η γυαλιστερή γήινη σφαίρα. Είναι η ολοκλήρωση μιας διαδικασίας αιώνων, που ξεκίνησε στο τέλος του 15ου αιώνα, και επέφερε μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές επαναστάσεις της ανθρωπότητας. Γιατί η ανακάλυψη του Κοπέρνικου (που την εκλέπτυναν και επέκτειναν ο Γαλιλαίος, ο Κέπλερ και ο Νεύτων), είχε προκαλέσει ένα τέτοιο σοκ, που την πρώτη του δημόσια έκφραση βρήκε στην καταδίκη του  Γαλιλαίου από την Εκκλησία, το 16331; ["Ν": Δε βλέπω πού παραπέμπουν οι παραπομπές. Υποθέτω ότι θα φανεί στο τέλος του βιβλίου, που δεν είναι ακόμη δημοσιευμένο ολόκληρο στην αρχική πηγή].

Οι άνθρωποι βέβαια, λόγω μιας εσώτατης καταβολής μέσα στην ανθρώπινη φύση, θέλουν να ζουν σε ένα κόσμο με νόημα, σε ένα πλαίσιο με τάξη, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζει το αίσθημα μας περί κόσμου, ζωής και φύσης. Αυτή η γη ήταν για τον αρχαίο και μεσαιωνικό Χριστιανισμό το κεντρικό έργο της θεϊκής δημιουργίας. Ο άνθρωπος ήταν το κύριο πλάσμα αυτής της γης, δημιουργημένος βάσει της εικόνας του Θεού η κύρια ασχολία του Θεού ήταν η διατήρηση αυτού του κόσμου και η πραγμάτωση του σχεδίου σωτηρίας της ανθρωπότητας. Με τους εκλεκτούς αυτής της γης θέλει να εγκαθιδρύσει την βασιλεία του. Ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα φωτίζουν αυτήν σκηνή της θεϊκής δραστηριότητας, με ένα από τον Θεό καθορισμένο ρυθμό. Αυτό ήταν το θεμέλιο της αντίληψης του κόσμου στον αρχαίο Χριστιανισμό, που το επιβεβαίωνε ένα γεγονός της στον Πτολεμαίο βασισμένης αντίληψης του κόσμου: το πρωί βγαίνει ο ήλιος, το βράδυ φεύγει, και η σελήνη και οι πλανήτες εμφανίζονται με συγκεκριμένο ρυθμό εντός του φωτεινού στερεώματος που σχηματίζουν οι απλανείς αστέρες. 

Η δημοσιοποίηση της αντίληψης του Κοπέρνικου περί του κόσμου, πρέπει να προκάλεσε βαθιά αναταραχή: η γη, μέχρι τότε η μοναδική σκηνή της επιβεβαίωσης του Θεού, εμφανιζόταν ως ένας κόκκος σκόνης εν μέσω της τρομακτικής στρατιάς ήλιων, που πιθανόν να έχουν παρόμοιους δορυφόρους  όπως είναι οι πλανήτες του δικού μας ηλιακού συστήματος. Και ο άνθρωπος φαινόταν σαν σκόνη πάνω σε αυτών τον κόκκο σκόνης. Η ενσάρκωση του Θεού στον Ιησού Χριστό, το κύριο γεγονός όλης της ιστορίας της σωτηρίας, υποβιβαζόταν σε ένα επεισόδιο πάνω σε ένα παράπλευρο σκηνικό του κόσμου, ή γινόταν μάλιστα αμφίβολο. Όλες οι αντιλήψεις πάνω στις νοηματικό οικοδόμημα της ανθρωπότητας βασιζόταν, και που ήταν το θεμέλιο της συνείδησης του εαυτού και του κόσμου, είχε καταρρεύσει. Αυτή την διαδικασία ονομάζουμε κοπερνίκειο σοκ. Η ανθρωπότητα η οποία είχε ξεριζωθεί από το παλιό της αξιακό πλαίσιο, έπρεπε να αντιμετωπίσει στο πνευματικό, ψυχικό και συναισθηματικό επίπεδο την νέα κοσμοθεωρία, η οποία αμφισβητούσε το μέχρι τότε αυτονόητο. Μια τρομακτική εργασία. 

Οι συνέπειες και η διάδοση του σοκ

Το σοκ αυτό βέβαια δεν ενήργησε εν μιά νυκτί. Το αντίθετο. Προχώρησε πολύ αργά. Η νέα κοσμοθεωρία ήταν για αιώνες μια μυστική διδασκαλία λίγων μορφωμένων αστρονόμων. Αλλά ακόμα και όταν οι διδασκαλίες του Κοπέρνικου είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη δημοσιότητα, και είχε φτάσει ακόμα και στα αυτιά μερικών θεολόγων, οι οποίοι ήταν σε θέση να εκτιμήσουν τις συνέπειες της νέας σκέψης για την βιβλική σκέψη, προσωπικότητες της καθολικής Εκκλησίας κατέβαλαν προσπάθειες ώστε να μην απαγορευθεί η νέα κοσμοθεωρία, αλλά να επιτραπεί η διάδοση της ως μια υπόθεση των αστρονόμων, η οποία είναι σε θέση να εξηγήσει καλύτερα μερικά αινιγματικά αστρονομικά φαινόμενα. Η αντίσταση από πλευράς της Εκκλησίας ξεκίνησε, όταν αστρονόμοι σαν τον Γαλιλαίο επέμειναν, πως η νέα κοσμοθεωρία δεν είναι υπόθεση, αλλά πως το σύμπαν είναι δομημένο έτσι όπως αυτοί το παρουσιάζουν, και πως η παλιά κοσμοθεωρία ήταν αντικειμενικά εσφαλμένη και πως έχει επιστημονικώς ανατραπεί. 

Η αντίσταση αυτή, πρέπει να το παραδεχθούμε, ήταν αυτονόητη. Η Εκκλησία δεν ήταν φορέας της αντίστασης, επειδή μερικοί ξεροκέφαλοι θεολόγοι δεν ήταν σε θέση πνευματικά και επιστημονικά, να παρακολουθήσουν τις νέες αστρονομικές γνώσεις και του μαθηματικούς υπολογισμούς. Η Εκκλησία έπρεπε να υπερασπιστεί το θεμελιώδες νόημα του κόσμου, πάνω στο οποίο βασιζόταν η αντίληψη της περί Θεού και ανθρώπου, περί δημιουργίας και σωτηρίας, ζωής και θανάτου, σωτηρίας και απώλειας, παραδείσουκαι κόλασης. Με τους θεολόγους που καταπολεμούσαν την κοπερνίκειο κοσμοθεωρία, αντιδρούσε ο Χριστιανισμός στο σοκ που προκάλεσε η ανακάλυψη της νέας κοσμοθεωρίας. 

Το σοκ αυτό κατέλαβε αργά το πλατύ κοινό. Ο Ortega y Gasset, επισημαίνει ιδιαιτέρως αυτό το γεγονός στο βιβλίο του «Οι παγκόσμιες ιστορικές κρίσεις»2

Πρώτος ο Giordano Bruno, τον οποίο έκαψαν το 1600 στο Campo de Fiore στην Ρώμη, «που ήταν ο σχεδόν μεθυσμένος ομολογητής του απείρου, κατακερμάτισε πραγματικά τον παλιό οίκο του κόσμου, και απέδειξε πως κάθε απλανής αστέρας είναι πυρήνας ηλιακών συστημάτων που χάνονται στο άπειρο»3.

Αλλά και μετά την δίκη του Γαλιλαίου, που έλαβε χώρα 60 χρόνια μετά την εμφάνιση του έργου του Κοπέρνικου, η νέα κοσμοθεωρία ήταν αποκλειστικό προνόμιο μερικών ειδικών. 

Αυτή η αργή διείσδυση της κοπερνίκειας κοσμοθεωρίας, δεν έλαβε χώρα μόνο στο πεδίο της καθολικής επιστήμης (που είχε ως έμβλημα την αναθεματιστική καταδίκη του Γαλιλαίου). Διείσδυσε και στην προτεσταντική επιστήμη, τόσο στην Γερμανία όσο και στην Ελβετία. Ο Paul Wernle το έδειξε αυτό πολύ παραστατικά στο έργο του «Ελβετικός Προτεσταντισμός κατά του 18ο αιώνα». Το 1675 στην Βασιλεία, (όπου ο Syllabus controversarium του 1662 καθόριζε ως άρθρο πίστεως την ακινησία της γης και την κίνηση του ήλιου και των αστέρων περί την γην), είχε απαγορευθεί στον καθηγητή μαθηματικών Peter Megerlin, από τον πρύτανη του πανεπιστημίου, να δίνει διαλέξεις που περιείχαν τις διδασκαλίες του Κοπέρνικου. Το 1681 του είχε απαγορευθεί να εκδώσει στην Βασιλεία ή αλλού, το βιβλίο του «Systema mundi copernicanum argumentis invictis demonstratum». Όταν το επόμενο έτος το τύπωσε στο Amsterdam, την γλύτωσε τιμωρούμενος απλώς με μια επίπληξη. 

Στην Ζυρίχη, ο ερευνητής Johann Jakob Scheuchzer, στο έργο του «Physica oder Naturwissenschaft», στις εκδόσεις από το 1701 και μετά, δεν εξέφραζε την γνώμη του περί του ερωτήματος που προκαλούσε την έριδα. Περιοριζόταν στο να εκθέτει απλώς τα επιχειρήματα του Πτολεμαίου και οπαδών του Κοπέρνικου. Όταν ο ίδιος ερευνητής, που στο μεταξύ είχε προαχθεί σε καθηγητή μαθηματικών, το 1721 ήθελε να τυπώσει το έργο του «Jobi physica sacra», έλαβε από τους λογοκριτές την οδηγία να «παραλείψει το σύστημα του Κοπέρνικου, γιατί οι κύριοι προϊστάμενοι το απεχθάνονται.» 
Στην καθυστέρηση του θριάμβου του Κοπέρνικου και του Νεύτωνα, συνέβαλε αποφασιστικά και η ασθενής προσπάθεια διαμεσολάβησης του Descartes. Αυτός για λόγους συμβιβασμού με την Εκκλησία, προσπάθησε να σώσει την ακινησία της γης εντός του ηλιακού συστήματος, και φαίνεται πως τα επιχειρήματά του είχαν κάτι γοητευτικό για τους σύγχρονους του. Ακόμα και και Johannes I. Bernoulli, ο μεγάλος μαθηματικός, είχε μείνει καρτεσιανός σε όλη του τη ζωή. Ο De Crousaz στην Λοζάνη, ο Leonard Euler στην Αγία Πετρούπολη και το Βερολίνο, αποδέχτηκαν την διδασκαλία του Νεύτωνα. Μόνο αφότου οι Daniel Bernoulli, Gabriel Cramer και ο φίλος του Calandrini, έσπασαν την αντίσταση κατά της διδασκαλίας του Νεύτωνα, είχε ολοκληρωθεί η νίκη της διδασκαλίας του Κοπέρνικου στο ελβετικό έδαφος. Ο Albrecht von Haller μπορούσε πια πανηγυρίσει: «Επιτέλους ήρθε η μέρα, που ο κρυστάλλινος ουρανός, η υπεροπτική θέση της γης στο κέντρο του κόσμου, η αχρείαστη ταχύτητα του ήλιου και των απλανών αστέρων, και τα άλλα λάθη αυτού του οικοδομήματος ξεχώρισαν από την αληθινή διδασκαλία»4.

Είχε αφεθεί στον Pope η τιμή να ντύσει την νέα αυτή γνώση με θριαμβευτικούς τοίχους:

Nature und Nature’s Laws lay hid in night.

God said: «Let Newton be», und all was light.

Αν πραγματικά θέλουμε να κατανοήσουμε το φαινόμενο που ονομάζουμε κοπερνίκειο σοκ, πρέπει να περιοριστούμε σε μαρτυρίες, όπου η επίγνωση των συνεπειών αυτής της νέας κοσμοθεωρίας διεισδύει στις θρησκευτικές εμπειρίες ευσεβών ανθρώπων του 17ου και 18ου αιώνα. Ανθρώπων που ανησύχησαν βαθιά από την ματιά στην άπειρη άβυσσο του νέου κόσμου.

Στην πνευματική ποίηση, η οποία βρίσκεται και στα ψαλτήρια των διαφόρων ενοριών, εμφανίζονται νέοι τόνοι. Ο Johann Rist, ιερέας από την πόλη Wedel (περιοχή Holstein), την εποχή του διάσημος και από τον αυτοκράτορα τιμημένος ποιητής, γράφει το 1660:

Ω αιωνιότης, λόγε της βροντής,

Ω σπαθί, που την ψυχή τρυπάς,

Ω αρχή, αλλά και τέλος,

Ω αιωνιότης, χρόνε χωρίς χρόνο,

Από την μεγάλη μου λύπη

Δεν ξέρω σε ποιον να στραφώ.

Ένας λαϊκός, όπως ο Jakob Böhme, περιγράφει την κατάσταση του, πριν του ανοιχθεί η «θέα προς το όν των όντων» ως εξής: «φρίκη της ψυχής μπρος στην σκοτεινή άβυσσο», και περιγράφει πως «περιέπεσα σε μια σκληρή μελαγχολία και θλίψη, όταν αντίκρισα το βάθος αυτού του κόσμου...ήμουν εξαιτίας του εντελώς μελαγχολικός και πολύ θλιμμένος, καμιά γραφή δεν μπορούσε να με παρηγορήσει, την οποία γνώριζα καλά: και ο διάβολος σίγουρα δε θα πανηγύρισε, που μου επέβαλε ειδωλολατρικούς λογισμούς, τους οποίους θα αποσιωπήσω»5. Ένας τόσο ευσεβής άνθρωπος, όπως ο παπουτσής Böhme, αισθάνεται φρίκη για την άνοδο ειδωλολατρικών, δηλαδή άθεων, μηδενιστικών λογισμών, που προκαλούσε το βλέμμα στο τρομακτικό βάθος  του νέου κόσμου.

Αυτά που ο Böhme θέλει να αποσιωπήσει, τους «ειδωλολατρικούς λογισμούς», ο διάβολος του τους «επέβαλε», τους βρίσκουμε εκφρασμένους σε ένα κείμενο, που αποτελεί την γλωσσικά ισχυρότερη προσπάθεια έκφρασης της μηδενιστικής πτυχής του κοπερνίκειου σοκ. Είναι το κείμενο του Jean Paul:  «Ομιλία του νεκρού Χριστού, απευθυνόμενος από το κοσμικό οικοδόμημα προς τα κάτω, ότι δεν υπάρχει Θεός»6. Ο νεκρός Χριστός λέει: 
«Περπάτησα ανάμεσα στους κόσμους, ανέβηκα στους ήλιους και πέταξα μαζί με τους γαλαξίες δια μέσου των ερήμων του ουρανού. Αλλά δεν υπάρχει κανένας Θεός. Κατέβηκα, μέχρι εκεί που η πέτρα ρίχνει την σκιά της, και κοίταξα μέσα στην άβυσσο και φώναξα: πατέρα, που είσαι; Αλλά άκουσα μόνο την αιώνια καταιγίδα, την οποία κανείς δεν εξουσιάζει, και το ουράνιο τόξο από τα πλάσματα, ήταν εκεί χωρίς τον ήλιο που το δημιούργησε. Το ουράνιο τόξο ήταν πάνω από την άβυσσο και έσταζε. Και όταν κοίταξα προς τα πάνω, προς τον άμετρο κόσμο, ψάχνοντας το θεϊκό μάτι, ο κόσμος με κοίταξε με μια κενή, χωρίς πάτο κόγχη οφθαλμού, και η αιωνιότητα ήταν πάνω από το χάος, και μασούσε και μηρύκαζε τον εαυτό της - φωνάξτε παράφωνα, διώξτε τις σκιές με τις φωνές. Γιατί αυτός δεν είναι. Οι παραφωνίες ούρλιαξαν πιο δυνατά, αποχωρίστηκαν οι τοίχοι του ναού τρέμοντας, και ο ναός και τα παιδιά βυθίστηκαν - και ολόκληρη η γη και ο ήλιος βυθίστηκαν - όλο το κοσμικό οικοδόμημα βυθίστηκε μπροστά μας με την απεραντοσύνη του - και πάνω στην κορυφή της άμετρης φύσης στεκόταν ο Χριστός και κοίταζε το κοσμικό οικοδόμημα, διάτρητο από χιλιάδες ήλιους, να κοίταζε μέσα στην αιώνια νύχτα ένα σκαμμένο ορυχείο, όπου οι ήλιοι είναι σαν τα φωτιστικά των υπόγειων διαδρόμων, και οι γαλαξίες σαν τις φλέβες αργύρου. 

Και όταν ο Χριστός είδε τους κόσμους να συνωστίζονται, το παιχνίδισμα των κοσμικών πλανόμενων φώτων, και τους κοραλλιογενείς υφάλους από παλλόμενες καρδιές, και όταν είδε πως η μια κοσμική σφαίρα μετά την άλλη ρίχνει τις ψυχές της στη θάλασσα των νεκρών, και όταν είδε μια υδρόγειο να διασκορπίζει τα φώτα πάνω στα κύματα της: τότε σήκωσε τα μάτια, σαν ο μεγαλύτερος των πεπερασμένων, και κοίταξε το τίποτα και την κενή απεραντοσύνη και είπε: άκαμπτο, αμβλύ τίποτα! Ψυχρή αιώνια ανάγκη! Παρανοϊκή τυχαιότητα! Γνωρίζεστε μεταξύ σας; Πότε θα θρυμματίσετε το οικοδόμημα και εμένα; Τυχαιότητα, μήπως γνωρίζεις πότε προχωράς με τις καταιγίδες διά μέσου του χιονιού των αστεριών, και στροβιλίζεις τον ένα ήλιο γύρω από τον άλλο, και όταν η δρόσος των αστεριών σβήνει όταν περνάς; Πως είναι ο καθένας τόσο μόνος στο κελλάρι των νεκρών του σύμπαντος!»

Αυτός ο βαθύς τρόμος αντικατοπτρίζεται περιστασιακά στην φυσική φιλοσοφία του ρομαντισμού. 

Στον διάλογο του Schelling «Κλάρα, περί της σχέσης της φύσεως με τον κόσμο των πνευμάτων», λέει η Κλάρα, που εδώ έχει την θέση της μακαρίτισσας Καρολίνας: 
«Στην νεότητα μου είχα την συνήθεια να καταλαβαίνω όλα κυριολεκτικά. Έτσι πίστευα, όταν γινόταν λόγος για τον ήλιο και άλλα αυτόφωτα άστρα, πως αυτά είναι από πάνω μας, πως βρίσκονται σε ένα πραγματικά ανώτερο και πολύ πιο λαμπρό χώρο από την γη μας. Το ίδιο και όταν γινόταν λόγος για τον Θεό, πως είναι ψηλά, ή για τις ψυχές των ευσεβών, πως είναι μαζί με τον Θεό στον ουρανό, το έπαιρνα κυριολεκτικά. Αργότερα, καθώς μεγάλωνα, με δίδαξαν καλύτερα. Μου είπαν πως πάνω και κάτω είναι απλώς έννοιες σχέσης, και πως είναι πιο σωστό να λέμε πως ήλιος είναι από κάτω μας, αφού στην πραγματικότητα πέφτουμε πάνω του, και διαρκώς μας ελκύει,όπως η γη. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα άλλα αστέρια, ότι είναι κάτω από μας.  Παντού είναι απλώς ένα απέραντο βάθος και ένα σκέτο κάτω. Ένας ουρανός, ως ένα ανώτερο και καλύτερο μέρος, δεν υφίσταται, αλλά παντού κάτι σαν την γη, που έχει το κάτω της σε ένα ήλιο παρόμοιο με τον δικό μας, και αυτοί οι ήλιοι έχουν ίσως άλλα πιο μεγάλα σώματα από κάτω, και έτσι προχωράει ασταμάτητα προς το βάθος και στην  άμετρη άβυσσο, πάντα προς τα κάτω. Τώρα ζαλίστηκα από τους άμετρους αριθμούς και τις απίστευτες μάζες».
Η ανακάλυψη ενός μεγαλύτερου Θεού


Στον Jean Paul εμφανίζεται ο μηδενισμός ο οποίος επεκτείνεται στο διάστημα, ως η μοναδική διέξοδος από τον τρόμο που προκάλεσε ο Κοπέρνικος. Και η «Κλάρα» του Schelling μιλά περί «ιλίγγου» που την καταβάλλει, όταν φαντάζεται το «βάθος» του κόσμου.
Αλλά και πριν τον Jean Paul, υπονοείται στα ποιήματα ευσεβών ποιητών μια άλλη διέξοδος. Στο ποιητικό έργο του Barthold Heinrich Brockes, «Γήινη απόλαυση εν Θεώ» (1721), που αποτελείται από ποιήματα με περιεχόμενο την φυσική και την ηθική, βρίσκεται και το ποίημα με τον τίτλο «Το στερέωμα»:
Όταν προσφάτως το μάτι μου πήγε στο ζαφειρένιο βάθος
Που δεν το περιορίζει ούτε πάτος, ούτε παραλία, ούτε σκοπός και τέλος
Και βυθίστηκε στην ανεξερεύνητη θάλασσα του κούφιου αέρινου χώρου
Και το μπερδεμένο μου βλέμμα πήγε πότε εδώ και πότε εκεί,
Και όλο βυθιζόταν πιο πολύ: το πνεύμα μου τρόμαξε τότε.
Ζαλίστηκε το μάτι μου, έμεινε η ψυχή μου
Από την θέα της άπειρα άμετρης βαθιάς σπηλιάς,
Που δικαίως εικόνα της αιωνιότητας ονομάζεται,
Και μόνο από τον Θεό προέρχεται, χωρίς τέλος και αρχή.
Σαν πλημμύρα χτύπησε ο χώρος της αβύσσου
Της απύθμενης θάλασσας στο βυθιζόμενο σίδερο
Σε μια στιγμή χτύπησε το πνεύμα μου.
Το τρομακτικό υπόγειο του βαθέως σκοτεινού φωτός,
Της φωτεινής σκοτεινιάς, χωρίς αρχή, χωρίς όριο,
Αναποδογυρίστηκε ο κόσμος, έθαψε και τους λογισμούς.
Όλο μου το είναι έγινε σκόνη, μια τελεία, ένα τίποτα
Και εγώ έχασα τον εαυτό μου. Αυτό με σώριασε ξαφνικά:
Ω σωτήριο τίποτα! Μακάρια απώλεια!
Πανταχού παρόντα Θεέ, σε σένα βρήκα πάλι εμένα.8

Το κύριο μέρος αυτού του ύμνου είναι η περιγραφή μιας απελπιστικής απώλειας του εαυτού στην άβυσσο των κόσμων, στο τίποτα. Το τίποτα αυτό όμως εμφανίζεται στο τέλος, από μια βίαιη ανατροπή της πίστης, να είναι γεμάτο από ένα πανταχού παρόντα Θεό, που εδώ ως μεγαλύτερος Θεός καταλαμβάνει τον χώρο ενός μεγαλύτερου κόσμου. Εδώ προετοιμάζεται η μετάβαση στο τελευταίο βήμα, το οποίο έκανε ο Emanuel Swedenborg: αυτός δεν ήταν μόνο ο πρώτος βρήκε ένα μεγαλύτερο Θεό μέσα στο μεγαλύτερο σύμπαν, αλλά είναι επίσης αυτός που συνέδεσε το γεγονός του Χριστού, την κάθοδο του Υιού, με αυτό το μεγαλύτερο σύμπαν των πολλών κόσμων. 
Συσχετιζόμενη με την αργή διείσδυση της νέας κοσμοθεωρίας στο στρώμα των μορφωμένων, αναγγέλλεται μια νέα αίσθηση του κόσμου στο πεδίο της χριστιανικής ευσέβειας. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός του αδιαμφισβήτητου πρωτείου γεγονότων που είναι υπεύθυνα για την σωτηρία, τα οποία γιορτάζονται κατά την διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους, σε μερικούς ευσεβείς ποιητές, όπως ο B. H. Brockes, εμφανίζεται η απορία, γιατί να μην υπάρχει μια γιορτή αφιερωμένη στον δημιουργό. Σε ένα ποίημα του, «Για την αρχή 1723ου έτους», του 1724 γράφει: 
«Θα έπρεπε, αυτό που κάνει η παντοδυναμία του Θεού,
Εν πρώτοις να ληφθεί υπόψιν, προς τιμήν του,
Αφού ο Χριστιανισμός
Δεν ξέρω γιατί, σε όλο το έτος
Καμιά γιορτή δεν έχει ορίσει προς τιμήν του δημιουργού,
Για να ευφραινόμαστε με τα θαύματα και την δόξα του;»
Ο ίδιος βρίσκει το θάρρος, στο ποίημα του «Γήινη απόλαυση εν Θεώ», να παρουσιάσει την αντίθεση μεταξύ της αντίληψης περί Θεού στην κοσμοθεωρία του Πτολεμαίου και του μεγαλύτερου Θεού του σύμπαντος του Κοπέρνικου. Κάνει την αντιπαραβολή του «παλιού Θεού-άνδρα» με την «αληθινή θεότητα» του εκ νέου παρατηρημένου κόσμου10
«Ο δικός σου παλιός Θεός-άνδρας, είτε ήταν μικρός,
Που σαν ένας άρχοντας διοικεί, δια μέσου άλλων,
Δια μέσου άλλων βλέπει και ακούει και το σκήπτρο του κρατά,
Πρέπει να είναι άνδρας τέτοιου μεγέθους, ώστε
Εκατοντάδες χιλιάδες χιλιάδες μίλια,
Δεν είναι ούτε ένα κομμάτι από το δάκτυλο του.
Ναι, τόσο μεγάλος θα ήταν, και όμως μικρός.
Γιατί αν είχε μορφή, θα έπρεπε να είναι πεπερασμένος.
Το να πιστεύει κανείς πως η θεότητα είναι πεπερασμένη,
Σημαίνει να της αφαιρέσεις την πανταχού παρουσία, την ίδια την θεότητα.
Άπειρο αιώνιο σύμπαν, άνοιξε τα μάτια της ψυχής μας,
Με την αγάπη σου,
Ώστε την αληθινή λάμψη της θεότητας,
Να μπορούμε να βλέπουμε και να καταλαβαίνουμε στα έργα σου!
Δώσε στις ψυχές μας, την ασύλληπτη ουσία σου,
Στο βιβλίο των πλασμάτων, με σεβασμό και έκπληξη να διαβάσουμε,
Δώσε μας, και στην σκοτεινή νύχτα,
Από την άκτιστη δύναμη σου,
Στα σκοτεινά άστρα το ένδοξο αποτύπωμα
Το τρομακτικό μέγεθος και την ποσότητα,
Την τρομακτική ταχύτητα,
Των ουράνιων δημιουργημάτων, να δούμε και να υμνήσουμε!
Και έτσι, όταν σε όλα τα πράγματα,
Εσένα Κύριε παρόντα βλέπουμε,
Θα θεωρούμε τίποτα εμάς, και θα υψώνουμε εσένα.»

Εδώ φαίνεται πως η πρόοδος της φυσικής γνώσης είναι ταυτόχρονα και πρόοδος της γνώσης περί Θεού. Η παρατήρηση του μεγαλύτερου σύμπαντος, οδηγεί σε μια θαυμάζουσα ενόραση:
«Έτσι γράφει ο δημιουργός, όταν γράφει.
Ω τρισευτυχείς, μακάριες ψυχές,
Που ο Θεός, το ύψιστο αγαθό, θα επιλέξει τότε,
Να δουν ακόμα πιο βαθιά  το φως της αιώνιας σοφίας,
Και εκείνον τον δημιουργό, το περιεχόμενο, να καταλάβουν!»
Η νέα θρησκευτική αίσθηση του κόσμου, με την ταυτόχρονα τρομακτική και εντυπωσιακή ματιά στο βάθος του εκ νέου παρατηρηθέντος σύμπαντος, εκφράζεται με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο στον Albrecht von Haller. Υπάρχει μια «Ατελείωτη ωδή στην αιωνιότητα», που εκδόθηκε το 1743, και με τον αποσπασματικό της χαρακτήρα, εκφράζει το άρρητο αίσθημα που προκαλεί το βλέμμα στο άπειρο βάθος του σύμπαντος.
«Τρομακτική θάλασσα της πρώτης αιωνιότητας!
Πανάρχαια πηγή των κόσμων και των καιρών!
 Άπειρος τάφος των κόσμων και του χρόνου
Στέρεο βασίλειο του παρόντος
Στάχτη του παρελθόντος
Έχεις ένα σπόρο του μέλλοντος

Άπειρο! Ποιος σε επιθυμεί;
Για σένα είναι οι κόσμοι μια μέρα και ο άνθρωπος μια στιγμή
Ίσως χιλιάδες ήλιοι να σέρνονται,
Και χιλιάδες μένουν πίσω.

Σαν ένα ρολόι, που εμψυχούται από ένα βαρίδι,
Κινείται ένας ήλιος που την δύναμη του Θεού
Η ώθηση της παρέρχεται, και ένας άλλος κοιμάται,
Εσύ όμως μένεις και δεν του μετράς...

Ω Θεέ! Εσύ είσαι η αιτία όλων,
Εσύ ήλιε είσαι το μέτρο του άμετρου χρόνου
Εσύ μένεις με  την ίδια δύναμη και ένα αιώνιο μεσημέρι
Ποτέ δεν ανατέλλεις, και ποτέ δεν θα δύσεις
Ένα μοναδικό τώρα σε σένα είναι ολόκληρη αιωνιότητα.
Μόνο σε σένα μπορούν να βυθιστούν οι δυνάμεις
Και σύντομα, με ανοικτό φάρυγγα,
Ένα γενικό τίποτα της ουσίας νέο βασίλειο
Χρόνος και αιωνιότητα ταυτόχρονα,
Όπως όταν ο ωκεανός πίνει μια σταγόνα νερό.

Τελειότητα του μεγαλείου!
Τι είναι ο άνθρωπος που σου αντιτίθεται;
Είναι ένα σκουλήκι, ένα κόκκος άμμου στον κόσμο.
Ο κόσμος ο ίδιος είναι ένα σημείο, αν μετρηθεί με εσένα.
Ανώριμο τίποτα, ούτε καν από χθες είμαι,
Και αύριο στο τίποτα θα επιστρέψει η μισή μου ουσία,
Η ζωή μου είναι μεσημεριανός ύπνος.
Πως ελπίζει κανείς να ζήσει την δική σου;...

Το σιωπηλό μεγαλείο των άστρων,
Που είναι σαν σταθερός μας σκοπός,
Φεύγει από σένα, σαν χορτάρι σε υγρή μέρα καλοκαιριού,
Σαν τα ρόδα, που το μεσημέρι είναι νέα,
Και μαραμένα το σούρουπο,
Είναι ενώπιον σου ο πολικός αστέρας και η άρκτος.

Όταν το νέο ον πάλευε ακόμα με το θηρίο
Και δεν ήταν ώριμο ακόμα, ο κόσμος εκτοξεύτηκε από την άβυσσο,
Πριν το βαρύ μάθει τον δρόμο της πτώσης,
Και στην νύχτα του παλιού τίποτα
Πριν ξεχυθεί το πρώτο ρεύμα φωτός,
Ήσουν τόσο μακριά, όπως το τώρα είναι από την πηγή σου μακριά,
Και όταν ένα δεύτερο τίποτα θάψει αυτό τον κόσμο,
Όταν από το σύμπαν τίποτα δεν θα μείνει στη θέση του,
Και όταν κάποιος ουρανός από άλλο άστρο
Θα έχει τελειώσει την πορεία του
Θα είσαι τόσο νέος όσο τώρα, το ίδιο απόμακρος από τον θάνατο σου
Το ίδιο αιωνίως μελλοντικός, όπως σήμερα.

Οι γρήγορες ταλαντώσεις των λογισμών
Που ο χρόνος ο ήχος και ο άνεμος
Και ακόμα και το φτερό του φωτός είναι αργό σε σύγκριση με αυτές
Κουράζονται όταν σε σκέφτονται και ελπίζουν να μην έχουν εμπόδια,
Εγώ μαζεύω τρομακτικά νούμερα
Εκατομμύρια
Χρόνο ρίχνω πάνω στον χρόνο και κόσμο πάνω σε κόσμο, σε σωρούς
Και όταν από το τρομακτικό ύψος
Με ίλιγγο σε κοιτάζω
Η δύναμη του αριθμού που έχει πολλαπλασιαστεί χιλιάδες φορές
Δεν είναι ούτε ένα κομμάτι από σένα
Εγώ τις παίρνω πίσω, και εσύ βρίσκεσαι μπροστά μου.»

Το μοτίβο της καχεξίας του κόσμου και του εφήμερου χαρακτήρα των δημιουργημάτων, είναι είναι ένα από τα αρχαιότερα μοτίβα της χριστιανικής θεώρησης του ανθρώπου  και της φύσης. Το νέο είναι η ανατολή και η δύση άπειρων ήλιων, μπρος στην αιωνιότητα του Θεού. Το νέο είναι πως ακόμα και το «σιωπηλό μεγαλείο των άστρων» δεν έχει καμιά ύπαρξη ενώπιον του απείρου του Θεού. Νέο είναι πως και ο πολικός αστέρας και η άμαξα «σαν τα ρόδα το σούρουπο» ενώπιον του Θεού μαραίνονται. Νέα είναι η σκέψη, περί επιστροφής του κόσμου, που δημιουργήθηκε από το τίποτα, σε ένα «δεύτερο τίποτα».
 
Η ζωοποίηση του κενού σύμπαντος με τους κατοίκους των άστρων
 
Σε αυτή την νέα συνείδηση και το νέο αίσθημα περί του κόσμου, διεισδύει μια ιδιαίτερη, νέα σκέψη, αυτό στο οποίο αναφέρεται ο Jean Paul: «Πόσο μόνος είναι ο κάθε άνθρωπος, στο απέραντο νεκροταφείο του σύμπαντος!». Αυτό είναι προφανώς ένα πρωταρχικό στοιχείο του ανθρώπινου αισθήματος περί ζωής, που είναι το ίδιο ισχυρό, όπως και το sensus numinis, το θρησκευτικό δηλαδή αίσθημα, το αίσθημα περί της παρουσίας του υπερβατικού. 
Αξιοσημείωτο είναι πως, ταυτόχρονα με την διάδοση της νέας κοσμοθεωρίας, εμφανίζεται ο εξής λογισμός: είναι αδύνατο, σε αυτό το τεράστιο σύμπαν με τους ήλιους και τους γαλαξίες, η γη μας να είναι ο μοναδικός πλανήτης που κατοικείται από σκεπτόμενα όντα. Και σε άλλους πλανήτες παρόμοιους με την γη, πρέπει να υπάρχουν κάτοικοι που έχουν τουλάχιστον τις ίδιες ικανότητες, αν όχι και ανώτερες, όπως το κυρίαρχο πλάσμα πάνω στην γη. Ως τέτοιοι τόποι, που κατοικούνται από σκεπτόμενα όντα, παρουσιάζονται στην αρχή πως είναι οι πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος. Πολύ νωρίς όμως εμφανίζεται η αντίληψη περί κατοίκων πλανητών απομακρυσμένων ήλιων.


Δια της διδασκαλίας περί κατοίκων των άλλων πλανητών, ζωοποιείται το τρομακτικά κενό κοπερνίκειο σύμπαν, και από αυτή την άποψη καθίσταται πάλι οικείο. Σε κάθε περίσταση, στους φυσικούς επιστήμονες και τους φιλοσόφους του 18ου αιώνος, εμφανίζονται υποθέσεις περί κατοίκων άλλων πλανητών, που στο στόμα των μορφωμένων λογίων αποκτούν ένα χαρακτήρα επιστημονικής πιθανότητας. Αυτό ισχύει μάλιστα για τους πιο σοβαρούς από αυτούς, όπως είναι οι Huygens, Fontenelle, Immanuel Kant, Lambert, Oetinger, Fricker, Philipp Matthäus Hahn. Προφανώς έχουμε να κάνουμε με την έκφραση ενός κοσμικού αισθήματος κοινωνίας και αλληλεγγύης του ανθρώπου. Αυτό το αίσθημα έχει για πρώτη φορά μια τόσο ισχυρή επίδραση, και είναι τόσο εντονότερο, όσο η κοπερνίκειος αντίληψη περί του μεγέθους του σύμπαντος διαδίδεται στα διάφορα στρώματα του λαού, αναλόγως του επιπέδου μόρφωσης. 

Σήμερα, που η κοπερνίκειος αυτή  κοσμοθεωρία έχει γίνει αποδεκτή στην κοινή γνώμη και στην γενική συνείδηση περί του κόσμου, δια της προβολής της διαστημικής έρευνας στην τηλεόραση, δεν είναι πιά θαυμαστό εάν η φαντασία περί επικοινωνίας με τους κατοίκους άλλων πλανητών, διαδίδεται σαν να είναι ένα είδος παγκόσμιας θρησκείας των ιπτάμενων δίσκων, και έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας σωτηριώδους θρησκείας. Ο Hoimar von Ditfurth το διατύπωσε ως εξής: «Πίσω από το παθιασμένο ενδιαφέρον, με το οποίο η κοινή γνώμη αγκαλιάζει ακόμα και προφανώς ψευδείς ειδήσεις περί εμφάνισης ιπτάμενων δίσκων, κρύβεται η ανακούφιση, πως δεν είμαστε μόνοι στο σύμπαν.»
 
Αυτό το αίσθημα ανακούφισης το βρίσκουμε και στον Ελβετό αστρονόμο Lambert, που το εκφράζει στα εκλαϊκευτικά του «κοσμολογικά γράμματα»:

«Πόσο πιο κατοικημένος είναι ο κόσμος, σε σύγκριση με ότι πριν λίγο καιρό νομίζαμε! Βρίσκουμε κόσμους σε κάθε κόκκο σκόνης, σε κάθε σταγόνα, και σε λίγο οι κόκκοι της σκόνης δε θα υπερβαίνουν σε αριθμό τα ουράνια σώματα στο στερέωμα. Είναι αναμφισβήτητο κύριε μου, πως όποιος προσθέτει κατοίκους στους πλανήτες, δεν έχει να κάνει άλλο βήμα, για να τους δώσει όσα ουράνια σώματα επιθυμείτε. Γιατί θα παραδεχθεί, ο κόσμος δεν έπρεπε να μείνει έρημος, και πρέπει να υπάρχει περισσότερη ζωή παρά νεκρή μάζα. Ο δημιουργός, η αιώνια πηγή κάθε ζωής, είναι πολύ δραστικός, και δεν μπορεί να μην έχει δώσει σε κάθε κόκκο σκόνης ζωή, και δυνάμεις και δραστικότητα.

Πώς θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς το εγχείρημα σας παράτολμο, αφού εσείς, κύριέ μου, δεν κάνετε κάτι άλλο από το να δείχνετε, πως για να κατανοήσει κανείς ορθά τον κόσμο, πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του την πρόθεση του Θεού, να κατοικήσει ολόκληρο το κοσμικό οικοδόμημα»13.

Τα επόμενα κεφάλαια καταπιάνονται λοιπόν με τέτοιους φυσικούς επιστήμονες, συγγραφείς, που προσπαθούν να θεμελιώσουν επιστημονικά την ιδέα πως οι πλανήτες του δικού μας ηλιακού συστήματος, όπως και των άλλων ηλιακών συστημάτων είναι κατοικημένοι. Ένα προφανές, και κοινό για τους περισσότερους από αυτούς τους επιστήμονες στοιχείο, είναι πως γράφουν με ένα τρόπο ευκολονόητο, εκλαϊκευτικό. Στην προσπάθεια τους να  συνδυάσουν την λογοτεχνική γοητεία και την ζωηρή φαντασία με την επιστημονική ακρίβεια, προκύπτει συχνά ένα διασκεδαστικό αποτέλεσμα.



Fontanelle: Ευγενείς συνομιλίες με τους κατοίκους των πλανητών κάτω από το φως του φεγγαριού

Την σειρά της λογοτεχνίας με θέμα την πολλαπλότητα των κόσμων την άνοιξε ο Bernard Le Bovier de Fontanelle (1657-1757), τον οποίο ο Βολταίρος χαρακτηρίζει ως το πιο καθολικό (universal) πνεύμα της εποχής του Λουδοβίκου του 14ου. Το βιβλίο του περί της πολλαπλότητας των κόσμων είναι το πρώτο του επιστημονικό βιβλίο. Προηγήθηκαν πολυάριθμα λογοτεχνικά έργα κριτικής του πολιτισμού, η γλωσσική γοητεία των οποίων συνεχίζεται και στο έργο περί αστρονομίας. Οι επιστημονικές βάσεις αυτού του έργου ήταν φτωχές. Η κύρια πηγή του είναι το έργο του επισκόπου John Wilkins: The discovery of a World in the Moon. Την θεωρία του Καρτέσιου περί στροβίλων, η οποία είχε ανατραπεί από το έργο του Νεύτωνα, Principia, την είχε χρησιμοποιήσει για να εξηγήσει την δημιουργία των ουράνιων σωμάτων. Παρόλα αυτά, το έργο του Fontanelle συνέβαλε όσο κανένα άλλο, ώστε η κοπερνίκειος κοσμοθεωρία να εισέλθει στην μοντέρνα κοσμοθεωρία του τότε μορφωμένου κόσμου.

Το βιβλίο του Fontanelle, με τον τίτλο> Discours sur la Pluralite des mondes, εκδόθηκε το 1686 για πρώτη φορά, το 1780 εμφανίστηκε η γερμανική μετάφραση. Ο Fontanelle αναπτύσσει την θεωρία του με την μορφή νυχτερινών διαλόγων, τους οποίους διεξάγει κάτω από το φως του φεγγαριού με την γοητευτική  κυρία Marquise de G. Ο διάλογος της δεύτερης νύχτας έχει ως θέμα «ότι το φεγγάρι κατοικείται», το θέμα της τρίτης νύχτας είναι «τα περίεργα του κόσμου των φεγγαριών, και ότι οι υπόλοιποι πλανήτες κατοικούνται επίσης».

Οι Διάλογοι του Fontanelle παρουσιάζουν τις θεωρίες του περί κατοίκων των άλλων πλανητών, με ένα παιχνιδιάρικο τρόπο, σαν ένα ταξίδι στον κόσμο των άστρων, όπως το είχε ήδη κάνει ο Athanasius Kirchner το έργο του «Εκστατικό ταξίδι». Γράφει ο Fontanelle: «Σοβαρά μιλώντας, δε θα ήταν μικρή η  απόλαυση, να δει κανείς πολλούς διαφορετικούς μεταξύ τους κόσμους. Αυτό το ταξίδι με συναρπάζει πάρα πολύ, αν και το κάνω μόνο μέσα στην φαντασία. Πόσο μάλλον αν γινόταν στην πραγματικότητα. Αυτό το ταξίδι θα ήταν σημαντικότερο από ένα ταξίδι στην Ιαπωνία. Ένα ταξίδι δηλαδή γεμάτο κακουχίες, από το ένα σημείο της γης προς ένα άλλο, και να μην βλέπεις τίποτε άλλο, παρά ανθρώπους»14. Το γεγονός ότι στους πλανήτες κατοικούν ανθρώπινα ή όμοια προς τον άνθρωπο όντα, σύμφωνα με τον Fontanelle, αποδεικνύεται με την ίδια δυσκολία όπως και η ύπαρξη ιστορικών προσωπικοτήτων, πχ το αν ο μέγας Αλέξανδρος πράγματι έζησε. «Όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να αποδείξουν ένα τέτοιο δεδομένο, είναι διαθέσιμα. Η πλήρης ομοιότητα των πλανητών με την γη, η οποία κατοικείται. Η αδυναμία να φανταστεί κανείς πως δημιουργήθηκαν για άλλο σκοπό. Η γονιμότητα και  η μεγαλοπρέπεια της φύσης. Μια κάποια φροντίδα που φαίνεται πως δείχνει η φύση για τους κατοίκους της, αφού έδωσε φεγγάρια σε πλανήτες που είναι μακριά από τον ήλιο, και ο αριθμός των φεγγαριών αυξάνεται με την απόσταση»15

«Και αυτό που δεν υποστηρίζει λιγότερο την τοποθέτηση μας, είναι πως όλα βρίσκονται από αυτή την πλευρά και από την άλλη τίποτα. Μάλιστα δεν είσαστε σε θέση να θυμηθείτε ούτε την παραμικρή αμφιβολία, εάν δεν προσλάβετε τα μάτια και την ματιά της κοινής μάζας. Εν συντομία: αν υποθέσουμε ότι οι κάτοικοι των άλλων πλανητών υπάρχουν, οι ίδιοι δε θα δώσουν σαφή σημάδια της ύπαρξης τους. Είναι δικό σας θέμα να σκεφτείτε, εάν θέλετε να δεχθήτε την ύπαρξη τους ως απλή πιθανότητα... βάλτε τούς κατοίκους των άλλων πλανητών λίγο πιο κάτω από τον Αλέξανδρο, αλλά πολύ μακριά από ένα αμέτρητο αριθμό ιστορικών πραγμάτων, που δεν έχουν ακόμα αποδειχθεί. Νομίζω πως στο σημείο αυτό ταιριάζει η κατάταξη»16

Ένα επιπλέον επιχείρημα του Fontanelle είναι, πως είναι πολύ δύσκολο να υποθέσουμε, ότι όλο το τεράστιο σύμπαν, με τα πολλά ηλιακά συστήματα και τον κύκλο του ηλιακού μας κόσμου, έχει δημιουργηθεί μόνο χάριν του ανθρώπου αυτής της γης. Πως η πολλαπλότητα των κόσμων και των πλανητών υπηρετεί μόνο το πνευματικό πλάσμα αυτής της μικρής γης. «Βλέπουμε πως όλοι οι πλανήτες είναι της ίδιας φύσεως, σκοτεινά σώματα, που λαμβάνουν το φως τους από τον ήλιο, και μετά το ρίχνουν το ένα σώμα στο άλλο. Όλα τα σώματα έχουν ένα είδος κίνησης. Μέχρι αυτό το σημείο είναι εξολοκλήρου ίδια. Και αν αφήσουμε στην άκρη αυτά τα δεδομένα, μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι αυτά τα μεγάλα σώματα δημιουργήθηκαν για να παραμείνουν ακατοίκητα; Αν αυτό όμως καθιστά τον σκοπό τους, γιατί να γίνει εξαίρεση με την γη; Ας το πιστεύει αυτό όποιος θέλει, εγώ δεν συμμερίζομαι!17»

Ο Fontanelle δίνει μετά μια υποτιθέμενη περιγραφή των κατοίκων των διαφόρων πλανητών, αναλόγως της δομής των άστρων όπως την είχε προσδιορίσει η αστρονομία. Η περιγραφή περιλαμβάνει την μορφή, τα πνευματικά και σωματικά χαρακτηριστικά, και διαπραγματεύεται το ερώτημα περί της έκτης αίσθησης, που θα απασχολούσε έντονα την ψυχολογία της εποχής του. «Στο όλο κοσμικό οικοδόμημα, πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας ως μια μικρή οικογένεια, τα πρόσωπα των μελών της οποίας μοιάζουν μεταξύ τους. Σε ένα άλλο πλανήτη κατοικεί μια άλλη οικογένεια, και η μορφή του προσώπου είναι εντελώς διαφορετική...»
«Μερικοί λένε πως μας λείπει η έκτη αίσθηση, διά της οποίας θα μαθαίναμε μερικά από τα σήμερα ασυνείδητα για μας πράγματα. Αυτή η έκτη αίσθηση είναι πιθανόν διαθέσιμη σε κάποιον άλλο κόσμο, όπου όμως λείπει μια από τις πέντε που διαθέτουμε εμείς. Ίσως να υπάρχει μεγάλος αριθμός τέτοιων φυσικών αισθήσεων. Κατά τον διαμοιρασμό εμείς πήραμε τις πέντε αισθήσεις, και είμαστε ευχαριστημένοι αφού δεν γνωρίζουμε για την ύπαρξη των άλλων. Οι επιστήμες μας έχουν ορισμένα όρια, τα οποία η διάνοια του ανθρώπου δεν μπορεί να υπερβεί. Υπάρχει ένα σημείο όπου η διάνοια μας εγκαταλείπει. Τα πάρα πέρα είναι για τους κατοίκους των άλλων κόσμων, όπου κάτι το οποίο εμείς γνωρίζουμε είναι άγνωστο. Ο πλανήτης μας απολαμβάνει την ηδονή του έρωτα, σε πολλά μέρη όμως καταστρέφεται με τον πόλεμο. Σε κάποιον άλλο πλανήτη απολαμβάνουν την αιώνια ειρήνη, αλλά δεν ξέρουν τίποτε από έρωτα και αισθάνονται μια αφόρητη βαρεμάρα. Αυτά που η φύση σε μικρή κλίμακα εδώ διαμοίρασε, αγαθά και πνευματικές ικανότητες, θα έχει φυσικά γίνει και σε μεγάλη κλίμακα μεταξύ των κόσμων. Και έτσι με μια αμοιβαία αποζημίωση τα έχει εξισώσει όλα»18. Ο Fontanelle δίνει λοιπόν στην φαντασία μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, με την οποία αναπαρίστανται τα χαρίσματα και οι ικανότητες των κατοίκων των πλανητών.
 
Christiaan Huygens


(Christiaan Huygens, 1629-1695. Κορυφαίος Ολλανδός μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος. Εισηγήθηκε πρώτος την κυμματική θεωρία του φωτός, κατασκεύασε τα πρώτα ρολόγια με εκκρεμές, καί με τα από τον ίδιο βελτιωμένα τηλεσκόπια έκανε σημαντικές παρατηρήσεις)

Η επιστημονική και τεχνολογική υπεροχή των κατοίκων των άλλων πλανητών
 

Το βιβλίο του Christian Huygens φέρει τον τίτλο: Kosmotheros sive de terris coelestibus earrumque ornatu conjecturae ad Constantinum Hugenium fratem, Guilielmo II Magnae Britanniae Regi a Secretis, Haguae Comitum Apud Adrianum Moetjen Bibliopolam MDCXCVIII. Στο έργο αυτό ο Huygens επικαλείται το γεγονός, πως ήδη ο Nicolaus Cusanus, ο Giordano Bruno, ο Tycho de Brahe και ο auctor Gallicus, δηλαδή ο Fontanelle, έχουν υποδείξει την δυνατότητα ύπαρξης κατοίκων άλλων πλανητών. Οι Cusanus και Bruno μάλιστα, υπέθεσαν πως εξωγήινοι κατοικούν στον ήλιο. 

Ο Huygens  έλαβε υπόψιν του όλα αυτά τα ερεθίσματα, και τα συνέθεσε σε ένα ολόκληρο σύστημα επιστημονικών και ψυχολογικών υποθέσεων. Αυτές τις υποθέσεις δεν τις παρουσιάζει στον αναγνώστη με την παιχνιδιάρικη μορφή διαλόγων κάτω από το φεγγαρόφως, όπως ο Fontanelle, αλλά με το βαρύ πάθος της επιστήμης της αστρονομίας, και με πολλούς μαθηματικούς υπολογισμούς. 

Και για τον ίδιο, η αφορμή των υποθέσεων του είναι ένα συμπέρασμα που βασίζεται σε κάποια αναλογία. Οι πλανήτες δείχνουν πως έχουν μια δομή παρόμοια με αυτή της γης. Επομένως, μπορεί να υποθέσει κανείς πως εκεί δεν υπάρχουν μόνο φυτά και ζώα, αλλά και σκεπτόμενα όντα, η μορφή των οποίων είναι προσαρμοσμένη στις συνθήκες του κάθε πλανήτη. Η φύση κυριαρχείται από την πρόθεση να δημιουργήσει ποικιλία μορφών, και να διαφοροποιείται αναλόγως των συνθηκών. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε πως η πολλαπλότητα των ειδών  που συναντούμε στην γη, εξαντλεί τις δυνατότητες της φύσης για δημιουργία ποικιλομορφίας. Είναι μάλλον πιθανόν, πως κάτω από άλλες συνθήκες ζωής στους διάφορους πλανήτες, εκπτύσσεται μια άλλη μορφή ποικιλίας της ζωής. Οι διάφορες παρατηρήσεις περί παρουσίας υδρατμών και νεφών στους άλλους πλανήτες, μας επιτρέπει να συμπεράνουμε, πως ο διαχωρισμός των όντων σε επίγεια και υδρόβια ζώα, επίγεια και υδρόβια φυτά, μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση των πλανητών. Μερικές βασικές μορφές του ζωικού βασιλείου καθορίζονται από τις γενικές ανάγκες κίνησης και διατροφής. Και στους άλλους πλανήτες, τα ζώα δεν μπορούν να κινούνται χωρίς πόδια, και χωρίς αισθητήρια δεν μπορούν να έχουν αισθητηριακές προσλήψεις. Ο Huygens συμπεραίνει λοιπόν, πως οι ζωντανοί οργανισμοί των άλλων πλανητών, δεν διαφέρουν από τους οργανισμούς στην γη, περισσότερο από όσο διαφέρουν οι οργανισμοί σε διάφορα μέρη της γης μεταξύ τους. 

Αν υποθέσουμε ότι στους πλανήτες υπάρχει ζωή, τότε πρέπει να υποθέσουμε πως εκεί ζουν και λογικά όντα. Πρέπει να υπάρχουν θεατές που βιώνουν συνειδητά την ζωή, και οι οποίοι παρατηρούν σκεπτόμενοι την φύση του κόσμου τους, και την οποία χρησιμοποιούν για δικούς τους σκοπούς. Ο Huygens αποφεύγει να ονομάσει αυτά τα όντα ανθρώπους, αλλά ισχυρίζεται πως η μορφή τους είναι όμοια με αυτήν των ανθρώπων. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε πως μόνο η γη μας είχε τιμή να κατοικείται από σκεπτόμενα όντα. Και στους άλλους πλανήτες πρέπει να υπάρχουν σκεπτόμενα όντα, στα οποία κατοικεί η θεϊκή σπίθα, με την βοήθεια της οποίας γνωρίζουν, σκέφτονται και είναι σε θέση να διερευνήσουν και να κρίνουν το αληθές. Ίσως η διαφορά στην εξωτερική εμφάνιση μεταξύ των κατοίκων της γης και των κατοίκων άλλων πλανητών να είναι μεγάλη, αλλά υπερβολικά μεγάλη δεν μπορεί να είναι, γιατί υπάρχει μια φυσική διάταξη στην δομή των όντων. Η ανθρώπινη μορφή είναι η καλύτερη επιβεβαίωση των λογικών του καταβολών. Επομένως δεν μπορεί να υποτεθεί πως οι κάτοικοι των πλανητών έχουν μορφή χελώνας, που εξωτερικά φέρει ένα κέλυφος, ή την μορφή ζώων που έχουν γούνα, και επομένως πυκνό τρίχωμα. 

Ο Huygens διασκεδάζει πολύ με το να επινοεί αναλογίες μεταξύ ανθρώπων και κατοίκων άλλων πλανητών. Η δομή των κατοίκων αυτών είναι ανάλογη της θέσης των πλανητών στο ηλιακό σύστημα. Με αληθινή ικανοποίηση της φαντασίας, φαντάζεται πως οι κάτοικοι της σελήνης βλέπουν την γη ως μια τεράστια πλάκα, στην οποία σιγά σιγά εμφανίζονται οι  ήπειροι, και μετά πάλι εξαφανίζονται. Φαντάζεται τους κατοίκους του Κρόνου, που παρατηρούν τα πολυάριθμα φεγγάρια του. Μετά διαπραγματεύεται κατά πόσον μπορεί να υποτεθεί ότι οι κάτοικοι των άλλων πλανητών έχουν αισθητήρια όργανα όμοια με αυτά των ανθρώπων. Σε αντίθεση με τον Fontanelle, φτάνει στο συμπέρασμα πως οι κάτοικοι των άλλων πλανητών έχουν όργανα δομημένα αναλόγως των συνθηκών, τα οποία τους επιτρέπουν να προσλαμβάνουν τα ερεθίσματα από το περιβάλλον τους, και να κυριαρχούν στις συνθήκες της ζωής τους. Ο Huygens αρνείται την ύπαρξη μιας έκτης αίσθησης. Είναι φυσικά πιθανό να έχουν αναπτυχθεί και άλλα αισθητήρια όργανα, αλλά επειδή οι συνθήκες ζωής εκεί δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τις συνθήκες στην γη (νύχτα-μέρα, καλοκαίρι-χειμώνας, κρύο-ζέστη, νερό-αέρας, επίσης ζουν στον χώρο και τον χρόνο) οι πέντε ανθρώπινες αισθήσεις πρέπει να αρκούν. 

Δεν είναι επίσης αναγκαίο να υποτεθεί πως οι κάτοικοι του Κρόνου είναι πολύ μεγαλύτεροι από τους ανθρώπους, αφού ο Κρόνος είναι πολύ μεγαλύτερος από την γη. Παρατηρεί βέβαια κανείς, πως η φύση διατηρεί παντού τις αναλογίες. Θα μπορούσε λοιπόν να σκεφτεί κανείς πως οι λογικοί κάτοικοι της Αφροδίτης ή του Άρη είναι νάνοι ή έχουν μέγεθος βατράχων και ποντικιών. Πρέπει όμως να σκεφτούμε, σε ποιες αναλογίες μεγέθους στηρίζεται η φύση όταν δίνει τον φυσικό εξοπλισμό στα λογικά όντα. Πρέπει να προσέξει κανείς, να μην θεωρήσει ότι η εξωτερική εμφάνιση των κατοίκων των πλανητών είναι πολύ όμοια με αυτήν των ανθρώπων. Το ανθρώπινο πνεύμα τείνει στο να ιεροποιήσει την ανθρώπινη μορφή, και να την αποδώσει ακόμα και στους θεούς. Την τελειότητα μπορούμε να την φανταστούμε μόνο βάσει των δικών μας αναλογιών. Το πνεύμα μας όμως αποφεύγει να σκεφτεί, πως ένα ον μοιάζει με τον άνθρωπο, αλλά έχει ένα λαιμό τετραπλάσιου μήκους από τον δικό μας, ή τα μάτια του έχουν απόσταση διπλάσια από ότι τα δικά μας. Πρέπει όμως στο σημείο αυτό να είμαστε έτοιμοι για εκπλήξεις. 

Αυτό που στο έργο του Huygens θυμίζει τα οράματα του Swedenborg, είναι οι «διάλογοι»-colloquia - μεταξύ των κατοίκων των πλανητών. Δεν μπορεί κανείς να πιστεύει στα σοβαρά πως τα όντα αυτά αρνούνται την χαρά της κοινωνικότητας, και πως από την ζωή τους λείπει το άρτυμα των αμοιβαίων πνευματικών και κοινωνικών ερεθισμάτων. Πρέπει επίσης να παραδεχθούμε ότι χαίρονται την μουσική. Ο Huygens αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο, αν έχουν την ίδια μουσική όπως εμείς, ή έχουν άλλες αρχές τονισμού, που ηχούν ωραία στα αυτιά τους. Στην ιστορία της γης, σε διάφορους λαούς και διάφορες εποχές, εμφανίστηκαν διάφορες κλίμακες και είδη τόνων. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε πως η μουσική στους άλλους πλανήτες διαφέρει από την δική μας όπως η μοντέρνα μουσική με τις νότες ντο-ρε-μι-φα, διαφέρει από την αρχαία ελληνική μουσική. 

Ένα μεγάλο μέρος του έργου ασχολείται με την επιστήμη των κατοίκων των πλανητών. Πρέπει να υποθέσουμε πως στην αστρονομία, τα μαθηματικά και την γεωμετρία υπερέχουν σε σχέση με εμάς, καθώς τα ασυγκρίτως μεγαλοπρεπέστερα αστρονομικά φαινόμενα που παρακολουθούν τους οδήγησαν σε μια πιο έντονη ενασχόληση με την αστρονομία και τις μαθηματικές επιστήμες. Στην συνέχεια ο Huygens ασχολείται με το ερώτημα εάν στους άλλους πλανήτες έχουν μπαρούτι. Ο Huygens θεωρεί πως η ανακάλυψη αυτή είναι χρήσιμη, αλλά προκάλεσε τόσα μη υγιεινά και καταστροφικά αποτελέσματα,ώστε εύχεται στους άλλους πλανήτες να μην έχουν κάνει αυτή την ανακάλυψη. Η γενική όμως αναλογία προς την κατάσταση στην γη οδηγεί δυστυχώς στο συμπέρασμα, πως και στις δικές τους ανακαλύψεις εμφανίζονται καλά και κακά, χρήσιμα και επιζήμια αποτελέσματα, και πως οι κάτοικοι των πλανητών υποφέρουν από παρόμοιες μοιραίες συνέπειες της τεχνολογίας και μηχανικής, όπως και οι άνθρωποι αυτής της δυσάρεστης αυτής γης. 

Το δεύτερο μέρος του έργου αναφέρεται στο «Εκστατικό ταξίδι» του Athanasius Kircher. Η περιγραφή του κόσμου που κάνει, έχει μορφή ταξιδιωτικού διηγήματος που περιγράφει τα σημαντικότερα αξιοθέατα του κόσμου του Κοπέρνικου. Ο Huygens στενοχωριέται που ο Kircher δεν ασχολείται με το ερώτημα περί των κατοίκων των πλανητών. Την επιστροφή του Kircher σε παρωχημένες αστρονομικές απόψεις κατά την περιγραφή των πλανητών, την αποδίδει στον φόβο προς την εκκλησιαστική λογοκρισία. Έτσι λοιπόν δεν έγραψε ότι γνώριζε, και «θα περίμενε κανείς καλύτερα πράγματα από τον Kircher, εάν τολμούσε να γράψει αυτά που σκεφτόταν».

Στον δεύτερο τόμο, ο Huygens περιγράφει τους κατοίκους των διάφορων πλανητών, τους «Saturnicoli», τους «Jovicoli», τους «Hermopolitae». Οι περιγραφές του βασίζονται στις αστρονομικές παρατηρήσεις από τις οποίες προκύπτει η δομή των πλανητών, το κλίμα, οι χρόνοι περιστροφής, οι εποχές. Η περιγραφή του είναι ισχυρώς επηρεασμένη από τις φαντασίες του Fontanelle.

Στο τελευταίο κεφάλαιο επεκτείνει τις υποθέσεις του: βάσει των τελευταίων ανακαλύψεων, πως ο ουρανός που αποτελείται από τους απλανείς αστέρες, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύστημα γεμάτο ηλιακά συστήματα, πρέπει αναγκαστικά να υποτεθεί πως στα αμέτρητα ηλιακά συστήματα, που έχουν τους δικούς τους πλανήτες και φεγγάρια, κατοικούν και σκεπτόμενα όντα. Ο Huygens όμως δεν τολμά να αναφερθεί πια σε αναλογίες προς τους ανθρώπους, αλλά κλείνει τις σκέψεις του με την έκφραση θαυμασμού: 
«Πόσο θαυμαστό είναι το μέγεθος του κόσμου και η μεγαλοπρέπεια του, που και με το πνεύμα μπορεί κανείς να συλλάβει! Τόσοι ήλιοι, τόσες γαίες, και κάθε μια γεμάτη χορτάρια, δέντρα, ζωντανά, θάλασσες και βουνά! Και ο θαυμασμός αυξάνεται εάν σκεφτούμε τις αποστάσεις και τον αριθμό των απλανών αστέρων»20.

Πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας, πως η ματιά προς το άπειρο του σύμπαντος ήταν τότε νέα, πράγμα που ερέθιζε με τον πιο έντονο τρόπο την φαντασία των μορφωμένων της εποχής. Και όχι μόνο την επιστημονική φαντασία, αλλά και την θρησκευτική ικανότητα αναπαράστασης. Το έργο του Swedenborg για τους κατοίκους των πλανητών διαβάζεται σχεδόν σαν ένα σχόλιο, ενός ευφάνταστου ποιητή, σχόλιο στα έργα του Huygens, του Fontanelle, και άλλων, οι οποίοι διέδωσαν τις σκέψεις τους σε ένα κοινό μορφωμένων το οποίο ήταν πλήρες θαυμασμού.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ (ΕΔΩ)...

"Ν": Κλείνουμε αυτό το μέρος, θεωρώντας πρέπον να παραθέσουμε κάποια λόγια του σύγχρονου αγίου και πανεπιστημιακού π. Ιουστίνου Πόποβιτς για τον άνθρωπο (από εδώ - προέρχονται από το κλασικό βιβλίο του "Άνθρωπος και Θεάνθρωπος", εκδ. Αστήρ). Ο άγιος γράφει:
«Κοιτάζοντας από τον ουρανό, τι είναι εκείνο που διακρίνουμε περισσότερο πάνω στη γη; Όχι τα βουνά ούτε οι θάλασσες ούτε οι πόλεις ούτε οι ουρανοξύστες. Είναι ο άνθρωπος. Διότι η θεοειδής ψυχή του ανθρώπου είναι ένας ήλιος επί της γης. Όσοι είναι οι άνθρωποι, τόσοι είναι οι ήλιοι επί της γης. Και καθένας απ’ αυτούς τους ήλιους είναι ορατός από τον ουρανό. Αγαπημένο θαύμα του Θεού! Η μικρούτσικη γη, ένα αστεράκι από τα πιο μικρά, να χωράει δισεκατομμύρια ήλιους! Μέσα από το χωματένιο σώμα του ανθρώπου λάμπει ο ήλιος! Ο άνθρωπος! Ένας μικρός θεός μέσα στη λάσπη».
Αν και δεν είναι άμεσα σχετικά, θα ήθελα να δείτε και τα:

Δείτε επίσης, αν θέλετε, τα links που δίνουμε κάτω από το 1ο μέρος.
Και, επειδή ήρθε η γιορτή της Σύναξης των αγίων Αγγέλων (8 Νοεμβρίου), σας προσκαλώ να επισκεφτείτε τη σχετική ενότητά μας. Χρόνια πολλά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: